Αδικοπρακτική συμπεριφορά συνιστά και η απάτη εις βάρος του ζημιωθέντος, η οποία στοιχειοθετείται, όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί, με οποιοδήποτε μέσο ή τέχνασμα, σφαλερή αντίληψη σε άλλον ως προς τα γεγονότα, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως ή επιχείρηση πράξεως, υφιστάμενος εντεύθεν ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη δήλωση της βουλήσεως ή την επιχείρηση της πράξεως.
Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής αποτελεί άλλωστε συμπεριφορά παράνομη, αλλά δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι ωστόσο δυνατό ζημιογόνος πράξη, διά της οποίας παραβιάζεται σύμβαση, να άγει συγχρόνως στη θεμελίωση ευθύνης εξ αδικοπραξίας. Τούτο συμβαίνει, όταν η περί ης ο λόγος συμπεριφορά θα ήταν καθ’ εαυτήν, ακόμη δηλαδή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, παράνομη υπό την έννοια της αδικοπραξίας (σύμβαση πώλησης εξοπλισμού καταστήματος και εμπορευμάτων, σύμβαση εντολής).
Κατά τη ρύθμιση του άρθρου 914 ΑΚ που ρυθμίζει το ζήτημα της αδικοπραξίας, όποιος ζημίωσε άλλον παρανόμως και υπαιτίως έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ, ενώ, δυνάμει της ρυθμίσεως του άρθρου 932 ΑΚ, ανεξάρτητα από την αποζημίωση ως προς την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί επί αδικοπραξίας να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση.
Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό προς αυτές των άρθρων 330 ΑΚ και 15 ΠΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημιώσεως ή/και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης και άρα στοιχεία της σχετικής αγωγής, προκειμένου αυτή να είναι ορισμένη, συνιστούν η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, αναγόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, η πρόκληση ζημίας ή/και ηθικής βλάβης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς και της ζημίας και της ηθικής βλάβης που επήλθαν.
Παράνομη τυγχάνει η συμπεριφορά, διά της οποίας προσβάλλονται τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα έτερου προσώπου και δύναται να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη, εφόσον υφίστατο στην τελευταία περίπτωση ιδιαίτερη νομική υποχρέωση διαφυλάξεως του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος, όπερ συμβαίνει, όταν υπάρχει εκ του νόμου, δικαιοπραξίας ή της καλής πίστεως (ΑΚ 288) σύμφωνα με την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας.
Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει την απόδοση στο δράστη προσωπικής μομφής, ήτοι στηρίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Έτσι, αν η ζημία οφείλεται σε υπαιτιότητα του ίδιου του παθόντος, δε δικαιούται αποζημίωση, ενώ σε περίπτωση συντρέχοντος πταίσματός του, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της κατά ποσοστό.
Πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στην παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη και τη ζημία ή/και την ηθική βλάβη που προκλήθηκαν υπάρχει εξάλλου, όταν η προειρημένη συμπεριφορά ήταν, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα και επί τη βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ικανή να επιφέρει, σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και δίχως τη μεσολάβηση έτερου περιστατικού, τη συγκεκριμένη ζημία ή/και ηθική βλάβη.
Αδικοπρακτική συμπεριφορά συνιστά μάλιστα η απάτη εις βάρος του ζημιωθέντος, η οποία στοιχειοθετείται, όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί, με οποιοδήποτε μέσο ή τέχνασμα, σφαλερή αντίληψη σε άλλον ως προς τα γεγονότα, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως ή επιχείρηση πράξεως, υφιστάμενος εντεύθεν ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη δήλωση της βουλήσεως ή την επιχείρηση της πράξεως. Αποβαίνει ως εκ τούτου άνευ έννομης επιρροής το εάν οι παραπλανητικές ενέργειες ήταν η μοναδική αιτία της πλάνης, ενώ δεν αποκλείει τον μεταξύ τους αιτιώδη σύνδεσμο το γεγονός ότι σ’ αυτή συνέβαλε η αμέλεια ή η ελαφρότητα του εξαπατηθέντος, υπό την έννοια ότι η πλάνη δε θα προκαλείτο σ’ ένα προσεκτικότερο πρόσωπο.
Η ψευδής παράσταση που αποτελεί την απάτη μπορεί να αφορά και μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με την απόκρυψη ή την αποσιώπηση κρίσιμων γεγονότων αναγόμενων στο παρόν, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε.
Δεν είναι πάντως αναγκαίο η προκληθείσα εκ της απάτης ζημία να συνδέεται με αντίστοιχη ωφέλεια γι’ αυτόν που την προκάλεσε, αφού αυτή δύναται να αφορά και τρίτο πρόσωπο, εφόσον υφίστατο σχετικός δόλος του δράστη. Η έννοια του δόλου δε συντρέχει μόνο στην περίπτωση που ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση ζημίας, αλλά και όταν αποδέχεται αυτήν ως αναγκαία ή ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του. Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής αποτελεί άλλωστε συμπεριφορά παράνομη, αλλά δε συνιστά αδικοπραξία υπό την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ.
Είναι ωστόσο δυνατό ζημιογόνος πράξη, διά της οποίας παραβιάζεται σύμβαση, να άγει συγχρόνως στη θεμελίωση ευθύνης εξ αδικοπραξίας. Τούτο συμβαίνει, όταν η περί ης ο λόγος συμπεριφορά θα ήταν καθ’ εαυτήν, ακόμη δηλαδή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, παράνομη υπό την προπαρατεθείσα έννοια του άρθρου 914 ΑΚ.