Κατά τη διάταξη του άρθρου 1509 του ΑΚ η παροχή περιουσίας στο τέκνο από οποιοδήποτε γονέα του, είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, αποτελεί δωρεά, μόνο ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο νομοθέτης χαρακτηρίζει ως γονική παροχή εκείνη που δεν υπερβαίνει το μέτρο, το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίστασης, χωρίς όμως και αυτός να προσδιορίζει τις περιστάσεις.
Ως ενδεικνυόμενο μέτρο από τις περιστάσεις, θεωρείται το ανάλογο προς την οικονομική κατάσταση, την κοινωνική θέση και την οικογενειακή κατάσταση του γονέα κατά τη σύσταση της παροχής, δηλαδή τον αριθμό των τέκνων, τις ανάγκες αυτών, την οικονομική κατάστασή τους, την ηλικία του κλπ.
Απορία του τέκνου δεν απαιτείται για τη σύσταση της γονικής παροχής, αλλά μόνο η συνδρομή ανάγκης υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις του άρθρου 1509 του ΑΚ.
Αν δεν συντρέχει περίπτωση ανάγκης και έτσι η παροχή υπερβαίνει το ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, τότε η παροχή έχει την έννοια της δωρεάς και είναι ανακλητέα στο σύνολό της ή μερικώς, κατά τη διάταξη του άρθρου 505 ΑΚ (ΑΠ 656/2011, ΑΠ 1990/2007, ΑΠ 982/2004).
Αντίθετα, εφόσον η παροχή αυτή δεν υπερβαίνει το ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο δεν συνιστά δωρεά και δεν είναι επιτρεπτή η ανάκλησή της κατά τις παραπάνω διατάξεις.
Με τα δεδομένα αυτά, η απόφαση με την οποία απορρίπτεται η αγωγή για ανάκληση γονικής παροχής ως δωρεάς, λόγω αχαριστίας, που έγινε προς τέκνο για τη δημιουργία οικονομικής και οικογενειακής αυτοτέλειάς του κατά την έννοια του άρθρου 1509 του ΑΚ, πρέπει να περιλαμβάνει στην ελάσσονα πρότασή της, ως αποδεικτικό πόρισμα, τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που προαναφέρθηκαν, από τα οποία να προκύπτει, ότι η γονική παροχή δεν υπερβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέτρο.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 505 ΑΚ, ο δωρητής έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή ή στο σύζυγο ή στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει το δωρητή.
Αχαριστία κατά την έννοια της προπαρατιθέμενης διάταξης, θεωρείται η βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου, που αποτελεί παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, οφείλεται δε σε υπαιτιότητά του και μπορεί να καταλογιστεί σ’ αυτόν.
Έτσι αχαριστία μπορεί, κατά τις περιστάσεις, να αποτελεί και η χωρίς σοβαρό λόγο αδιαφορία του δωρεοδόχου γενικώς για την τύχη του δωρητή, όταν ο τελευταίος έχει ανάγκη από περίθαλψη ή ανάγκη εκδηλώσεων αγάπης και ενδιαφέροντος για ψυχολογική του στήριξη, λόγω της δύσκολης ψυχοσωματικής κατάστασης, στην οποία έχει περιέλθει λόγω γήρατος, συνοδευόμενης από ασθένεια, όπως και η καταφρόνησή του με λόγο και έργο.
Η αδιαφορία αυτή, λόγω των συνθηκών, κάτω από τις οποίες ευρίσκεται ο δωρητής, είναι κοινωνικώς αποδοκιμαστέα, εις τρόπον ώστε, όταν συντρέχει να δικαιούται ο δωρητής να ανακαλέσει τη δωρεά, έστω και αν ο δωρεοδόχος, που αδιαφορεί για την τύχη του, δεν ανέλαβε με τη σύμβαση της δωρεάς τέτοια υποχρέωση.
Το ζήτημα δε, αν η καταδεικνύουσα την αχαριστία συμπεριφορά ή διαγωγή του δωρεοδόχου συνιστά ή όχι βαρύ παράπτωμα αυτού, κρίνεται από το δικαστή, ο οποίος για τη μόρφωση της κρίσης του, εκτιμά την εν λόγω συμπεριφορά βάση αντικειμενικών κριτηρίων, και λαμβάνοντας υπόψη και τον βαθμό της υπαιτιότητας του δωρεοδόχου και τυχόν συντρέχον πταίσμα του δωρητή ή του συζύγου ή του στενού συγγενούς του, αποφαίνεται αν η υπ’ αυτού γενομένη δεκτή, ως εμπίπτουσα, κατά αντικειμενική κρίση, στις νομικές έννοιες του βαρέος παραπτώματος και της αχαριστίας συμπεριφορά του δωρεοδόχου, συνιστά και στη συγκεκριμένη περίπτωση βαρύ παράπτωμα και αχαριστία.
Η κρίση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται αναιρετικά, όχι ως προς την παραδοχή του αν έλαβαν χώρα τα συνιστώντα το βαρύ παράπτωμα και την αχαριστία πραγματικά περιστατικά, ούτε ως προς την εκτίμηση του αν τα περιστατικό αυτά, εν όψει του χαρακτήρα των συγκεκριμένων συμβληθέντων (δωρητή και δωρεοδόχου), του τρόπου και των συνθηκών υπό τις οποίες τελέσθηκαν, συνιστούν ή δεν συνιστούν, στη συγκεκριμένη περίπτωση βαρύ παράπτωμα και αχαριστία, αφού και στις δύο περιπτώσεις, πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, αλλά ως προς την περαιτέρω αξιολόγηση, αν τα εν λόγω περιστατικά, τα οποία τα δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ως αποδειχθέντα, πληρούν ή όχι το πραγματικό των νομικών εννοιών του βαρέος παραπτώματος και της αχαριστίας και κατά συνέπεια δικαιολογούν ή αποκλείουν γενικά την εφαρμογή του άρθρου 505 του ΑΚ. (ΑΠ 656/2011, ΑΠ 109/2010, ΑΠ 1719/2009).
Εντέλει, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 1509 και 505 ΑΚ, προκύπτει, ότι ο γονέας που επιθυμεί να ανακαλέσει τη γονική παροχή, που έκανε προς το τέκνο του, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει πρώτον, ότι η γονική παροχή που έκανε υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, ώστε να κριθεί ότι πρόκειται περί δωρεάς στο σύνολό της ή μερικώς, διότι διαφορετικά δεν μπορεί να ανακληθεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 505 ΑΚ και δεύτερον ότι το τέκνο του επέδειξε με τη συμπεριφορά του αχαριστία και υπέπεσε σε βαρύ παράπτωμα απέναντι στο δωρητή γονέα, ή στο σύζυγό του ή σε στενό συγγενή του, που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της ανάκλησης.
Μόνον σε περίπτωση που αποδειχθούν και οι δύο ως άνω προϋποθέσεις μπορεί να ανακληθεί η γονική παροχή στο σύνολό της ή μερικώς.
Η ανάκληση αποκλείεται αν ο δωρητής έδωσε συγγνώμη στον δωρεοδόχο ή αν πέρασε ένα έτος από τότε που ο δωρητής πληροφορήθηκε την αιτία για την οποία θα μπορούσε να ανακαλέσει και δεν έπραξε τίποτα.
Η προθεσμία αυτή προς ανάκληση δεν αρχίζει εφόσον τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το λόγο της αχαριστίας είναι εξακολουθητικά, η προθεσμία δε προς ανάκληση αρχίζει από την τέλεση του τελευταίου παραπτώματος.
Αν η δωρεά έγινε με συμβόλαιο που μεταγράφηκε στο υποθηκοφυλάκειο και έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε, ο δωρεοδόχος έχει γίνει κύριος του ακινήτου με δύο τρόπους:
α) ως δωρεοδόχος από την ημέρα μεταγραφής του συμβολαίου αλλά και
β) έχει καταστεί κύριος του ακινήτου με τακτική χρησικτησία, έχοντας δε αποκτήσει πλέον το ακίνητο με νόμιμο τίτλο με αποτέλεσμα να μπορεί να αντιτάξει κατά του δωρεοδόχου σε αγωγή του τελευταίου για ανάκληση της δωρεάς την ένσταση της χρησικτησίας.