Αν χάσατε την προθεσμία αποποίησης μίας κληρονομιάς, σας ενδιαφέρουν οι παρακάτω χρήσιμες πληροφορίες.
Είναι συχνό φαινόμενο, κληρονόμοι θεωρώντας ότι ο συγγενής τους δεν είχε χρέη, να μην προχωρούν σε αποποίηση των κληρονομιαίων του στοιχείων και να πληροφορούνται αυτά μετά την τετράμηνη ή την ετήσια αν είναι κάτοικοι εξωτερικού, προθεσμία που είχαν στη διάθεσή τους για να προβούν σε αυτήν.
Έτσι, είτε προχωρούν σε δήλωση αποδοχής της κληρονομιάς, είτε συχνότερα, αφήνουν να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης που είχαν στη διάθεσή τους (σιωπηρή αποδοχή).
Στις περιπτώσεις αυτές ο κληρονόμος προκειμένου να αποφύγει την επαγωγή σε αυτόν όλων των χρεών του κληρονομούμενου θα πρέπει να προσφύγει στο Δικαστήριο και να αποδείξει ότι η αποδοχή ή η αποποίηση στην οποία προέβη οφειλόταν σε πλάνη, απάτη ή απειλή προκειμένου να τις ακυρώσει.
Ο κληρονόμος, είτε καλείται από διαθήκη είτε εξ αδιαθέτου, αποκτά αυτοδίκαια την κληρονομιά με μόνο το θάνατο του κληρονομουμένου, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια από μέρους του, ακόμα και χωρίς τη γνώση ή θέλησή του.
Το δικαίωμα όμως αυτό της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομιάς είναι προσωρινό και μετακλητό, γιατί τελεί υπό την τιθέμενη από το νόμο διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης αποποίησης της κληρονομιάς, δηλαδή δικαιούται ο κληρονόμος να αποποιηθεί, κατά βούληση, την κληρονομιά που έχει επαχθεί σ’ αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, οπότε η κτήση αναιρείται εξαρχής και θεωρείται σαν να μην έγινε.
Η αποποίηση της κληρονομιάς είναι δήλωση του προσωρινού κληρονόμου ότι αποκρούει – δεν δέχεται – την κληρονομιά που έχει επαχθεί σ’ αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου.
Η αποποίηση συνιστά μονομερή δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα μη απευθυντέα σε τρίτο, υποκείμενη σε συστατικό τύπο και είναι ανεπίδεκτη οποιασδήποτε αίρεσης ή προθεσμίας, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών (άρθρο 1851 εδ. β ΑΚ).
Η σχετική δήλωση αποποίησης γίνεται ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής.
Στην επαγωγή όμως από διαθήκη, η προθεσμία δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης.
Από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αποποίησης τεκμαίρεται αμαχήτως από το νόμο η αποδοχή της κληρονομιάς.
Η δήλωση αποποίησης έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, αφού δημιουργεί μία νέα νομική κατάσταση ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου.
Η κληρονομιά επάγεται σ’ εκείνον που θα είχε κληθεί, αν εκείνος που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου.
Η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομιάς είναι αμετάκλητη, ενώ η αποδοχή ή η αποποίηση που οφείλεται σε πλάνη ή απάτη ή απειλή κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες.
Δεν αποκλείεται όμως, παρά το ότι η διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 1 ΑΚ καθιερώνει το αμετάκλητο της αποδοχής ή της αποποίησης ως μονομερούς δικαιοπραξίας, με προφανή σκοπό τη δημιουργία βεβαιότητας ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου, η αποδοχή και η αποποίηση να είναι συνέπεια πλάνης που δεν αναφέρεται στο λόγο της επαγωγής, ή που είναι αποτέλεσμα απάτης ή απειλής.
Στις περιπτώσεις αυτές, η διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 2 ΑΚ προβλέπει τη δυνατότητα ακύρωσης της αποδοχής ή αποποίησης, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για τις ακυρώσιμες δικαιοπραξίες (άρθρ. 140 επ., 147 επ., 150 επ. ΑΚ), που εφαρμόζονται ενόσω δεν τροποποιούνται από τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις των διατάξεων του άρθρου 1857 παρ. 2-4 ΑΚ.
Έτσι, εφόσον πρόκειται για δήλωση από πλάνη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 140, 141 και 142 ΑΚ, αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η δήλωση δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούληση του δηλούντος, αυτός έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας.
Η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο ή ιδιότητα του προσώπου ή του πράγματος τέτοιας σπουδαιότητας για την όλη δικαιοπραξία ώστε, αν ο πλανηθείς γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία.
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομιάς που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης όταν η, με τον τρόπο αυτό συναγόμενη, κατά πλάσμα του νόμου, αποδοχή, δεν συμφωνεί με τη βούλησή του από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της καταστάσεως που διαμόρφωσε τη βούλησή του, αν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομιάς, ώστε, αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποιήσεως.
Η εσφαλμένη γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί την μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως διάσταση, η οποία, όταν είναι ουσιώδης, θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δηλώσεως λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερόμενων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομιάς.
Πλάνη υπάρχει περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομιάς και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται
α) στο σύστημα της κτήσεως της κληρονομιάς κατά το ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει τη γνώση της επαγωγής της κληρονομιάς και
β) σε άγνοια μόνο της υπάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης. Εάν έχει χωρίσει πλασματική αποδοχή της κληρονομιάς λόγω της προαναφερθείσας πλάνης, η έναρξη της προθεσμίας αποποιήσεως προϋποθέτει την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής τελεσιδίκως, ώστε η εν συνεχεία αποποίηση να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της.
Τα ως άνω γεγονότα, όταν πρόκειται για κληρονομιά, που επάγεται σε ανήλικο, κρίνονται από το πρόσωπο, που τον εκπροσωπεί και θα πρέπει αυτός (εκπρόσωπος) να προβεί στην εμπρόθεσμη αποποίηση της κληρονομιάς, για λογαριασμό του ανηλίκου, τηρώντας τις διατυπώσεις του άρθρου 1625 ΑΚ, ενόψει του ότι, του νόμου μη διακρίνοντος, η προθεσμία της αποποίησης τρέχει και κατά των προσώπων, που είναι ανήλικα.