Χρησιδάνειο είναι η σύμβαση με την οποία ο χρήστης παραχωρεί στον χρησάμενο, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, χωρίς αντάλλαγμα, πράγμα κινητό ή ακίνητο, ο τελευταίος δε έχει την υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα στον χρήστη μετά τη λήξη της σύμβασης. Ως αντάλλαγμα, θεωρείται κάθε παροχή, που λαμβάνει ο χρήστης δυνάμει της συμβάσεως, καθώς και κάθε ωφέλεια, που έχει αυτός από τη χρήση του πράγματος από τον χρησάμενο.
Το χρησιδάνειο μπορεί να συμφωνηθεί άτυπα, αλλά και εγγράφως μεταξύ του χρήστη και του χρησάμενου, τόσο για ορισμένο χρόνο όσο και για αόριστο χρονικό διάστημα. Μπορεί να αφορά τη δωρεάν παραχώρηση τόσο κινητών πραγμάτων, όσο και ακινήτων. Για παράδειγμα, χρησιδάνειο μπορεί να είναι η δωρεάν παραχώρηση ενός σπιτιού, ενός χωραφιού, αλλά και ενός αυτοκινήτου, ενός ποδηλάτου ή εργαλείων δουλειάς, είτε για συγκεκριμένο, είτε για αόριστο χρονκο διάστημα.
Πρόκειται για σύμβαση που καταρτίζεται μόνο με και από την εκτέλεση της παροχής από τον χρήστη. Παράδοση της χρήσης αποτελεί η θέση του χρησαμένου με τέτοια σχέση προς το πράγμα, ώστε να μπορεί να το χρησιμοποιεί. Η παράδοση της χρήσης μπορεί να επιτευχθεί και χωρίς καμία υλική πράξη του χρήστη, με την απλή αλλαγή της διαθέσεως του χρησαμένου, όταν π.χ. αυτός, έχοντας την νομή του πράγματος, αντιφωνεί αυτήν προς τον χρήστη, διατηρώντας όμως την κατοχή λόγω χρησιδανείου.
Ο χρησάμενος δεν αποκτά νομή επί του πράγματος, αλλά μόνο την κατοχή αυτού, και ασκεί τη νομή, η οποία παραμένει στον χρήστη, στο όνομα του τελευταίου, με αποτέλεσμα όσο διαρκεί η σύμβαση του χρησιδανείου να μην μπορεί ο χρησάμενος να χρησιδεσπόσει του πράγματος.
Αν το χρησιδάνειο ορίστηκε για αόριστο χρόνο η σύμβαση λύεται με καταγγελία από το χρήστη, αρκεί να μην ασκείται το δικαίωμα καταγγελίας άκαιρα και επιζήμια, ενόψει της ιδιάζουσας φύσης του χρησιδανείου ως σύμβασης φιλαλληλίας, αγαθοσύνης και κοινωνικής ευπρέπειας, γεγονός πάντως που αποτελεί περιεχόμενο σχετικής ένστασης του εναγόμενου χρησάμενου.
Ο κύριος πράγματος (κινητού ή ακινήτου) και χρήστης, σε περίπτωση που έχει αυτό δοθεί ως χρησιδάνειο, δικαιούται μετά την λήξη του χρησιδανείου να ασκήσει προς απόδοση του πράγματος, τόσο τη διεκδικητική αγωγή, όσο και την ενοχική αγωγή εκ του χρησιδανείου. Σε περίπτωση δε επιλογής ασκήσεως της αγωγής από τη σύμβαση χρησιδανείου, στο δικόγραφο αυτής πρέπει να αναφέρεται, η σύμβαση χρησιδανείου και η λήξη αυτής κατά νόμιμο τρόπο, τέτοιος δε είναι επί χρησιδανείου αορίστου χρόνου και η καταγγελία της συμβάσεως, επιδιδόμενη στον αντισυμβαλλόμενο-χρησάμενο.
Σε κάθε περίπτωση, προκύπτει ότι το δικαίωμα του χρήστη για αναζήτηση του πράγματος πρέπει να ασκείται όπως επιβάλλεται από την καλή πίστη και επομένως, δεν μπορεί να ασκηθεί ακαίρως και κατά τρόπο προσκρούοντα στην αρχή της καλής πίστης. Συγκεκριμένα ορίζεται ότι, «ο χρησάμενος δεν ευθύνεται για φθορά ή μεταβολές του πράγματος, που προέρχονται από τη συμφωνημένη χρήση», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 815 ΑΚ, «το χρησιδάνειο, αν δεν ορίστηκε η διάρκεια της σύμβασης, λήγει μόλις ο χρησάμενος κάνει χρήση του πράγματος ή περάσει ο χρόνος κατά τον οποίο μπορεί να κάνει χρήση».
Σε περίπτωση μη επιστροφής του πράγματος κατά την ορισθείσα ημέρα λήξης του χρησιδανείου ή επιστροφής αυτού καθυστερημένα, ο χρησάμενος καθίσταται υπερήμερος και ο χρήστης δικαιούται να ζητήσει εκτός από την παροχή, δηλαδή την επιστροφή του πράγματος και αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την καθυστέρηση. Η αποζημίωση αυτή είναι δυνατό να συνίσταται σε αποκατάσταση τόσο της θετικής ζημίας, όσο και του διαφυγόντος κέρδους του χρήστη.
Η αποζημίωση που οφείλεται, είτε από αδικοπραξία είτε από τη σύμβαση, περιλαμβάνει τόσο τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δικαιούχου (“θετική ζημία”) όσο και το διαφυγόν κέρδος (“αποθετική ζημία”). Στην περίπτωση της θετικής ζημίας, η αντιστοιχούσα αποζημίωση υπολογίζεται με βάση την αξία του πράγματος ως παλαιού και όχι αναλόγως της δαπάνης η οποία απαιτείται για την απόκτηση καινούργιου πράγματος, διότι διαφορετικά ο ζημιωθείς θα αποκόμιζε ωφέλεια.
Έτσι, αν μεν το πράγμα έχει υποστεί ολική καταστροφή, ώστε να μην έχει καμία χρησιμότητα, η ζημία συνίσταται στην αξία αυτού κατά το χρόνο της συζήτησης της αγωγής. Εφόσον όμως αυτή είναι μερική, λόγω των φθορών και βλαβών που υπέστη, η ζημία ισούται με την προκύπτουσα διαφορά, μεταξύ της πριν από τις φθορές και βλάβες αξία του και αυτή την οποία έχει μετά τις τελευταίες, εφόσον η αποζημίωση ζητείται να παρασχεθεί σε χρήμα.