Με τη σύμβαση του δανείου, ο ένας από τους συμβαλλόμενους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας. Για τη συντέλεση δε του δανείου δεν αρκεί μόνη η συμφωνία των μερών, αλλά προσαπαιτείται και παράδοση του δανείσματος από το δανειστή στο λήπτη.
Ο δανείζων έχει την υποχρέωση από τη σύμβαση δανείου να αποχωρίσει από την περιουσία του το αντικείμενο του δανείου, το οποίο οριστικά να εισφέρει στην περιουσία του λήπτη, ο οποίος έτσι αποκτά την εξουσία και δυνατότητα για διάθεση του αντικειμένου του δανείου. Με βάση τον παραδοτικό χαρακτήρα της σύμβασης δανείου, η μεταβίβαση του δανείσματος κατά κυριότητα στον δανειολήπτη αποτελεί στοιχείο για την τελείωση του δανείου.
Η παράδοση του δανείσματος στον οφειλέτη γίνεται συνήθως στα χέρια του ίδιου, από το δανειστή. Είναι όμως πιθανό η παράδοση αυτή να γίνει και εμμέσως, είναι δε αδιάφορο αν η μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος γίνεται αμέσως ή εμμέσως από το δανειστή ή αμέσως ή εμμέσως προς τον οφειλέτη.
Περίπτωση έμμεσης μεταβίβασης αποτελεί και η δια προφορικής έκταξης μεταβίβαση, δυνάμει της οποίας αντί το δάνεισμα να καταβληθεί αμέσως στον δανειζόμενο, αυτός εκτάσσει τον δανείζοντα να το καταβάλει για λογαριασμό του σε τρίτον, συνήθως δανειστή του. Η από τον δανείζοντα στον τρίτο καταβολή ενέχει θέση καταβολής του δανείσματος στον δανειζόμενο, έκτοτε δε η σύμβαση θεωρείται τελειωμένη.
Η κατά τα άνω μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος, δεν αποτελεί τύπο της δανειστικής σύμβασης, εις τρόπον ώστε αν αυτή ελλείπει να θεωρείται ότι η σύμβαση δεν καταρτίσθηκε, αλλά αποτελεί επιβαλλόμενη προϋπόθεση αυτής. Άλλως ειπείν, η από το δανειστή μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος στον οφειλέτη συνιστά απλή πρόσθετη της συναίνεσης των μερών απαιτούμενη προϋπόθεση. Αν δεν πληρωθεί η προϋπόθεση αυτή, δε συνίσταται δάνειο και συνεπώς, μπορεί να γίνει λόγος για εφαρμογή μόνο των διατάξεων για ενδεχόμενη ευθύνη του δανειστή σε αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών ή για προσυμβατικό πταίσμα.
Εξάλλου, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου, ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη, ως καταγγελία δε κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης θεωρείται και η άσκηση της αγωγής, με την οποία ζητείται από το δανειστή η απόδοση του δανείου.
Αν για την εκπλήρωση της παροχής έχει ταχθεί ορισμένη προθεσμία από την καταγγελία, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος όταν, αφού γίνει η καταγγελία, περάσει η προθεσμία. Προκύπτει δε ότι επί δανείου του οποίου η απόδοση δεν είναι προσδιορισμένη χρονικά, αυτό είναι αποδοτέο όταν παρέλθει ένας μήνας από την ημέρα καταγγελίας του δανείου, γενόμενης είτε από τον δανειστή, είτε από τον δανειολήπτη και ότι οφειλέτης που δεν αποδίδει το δάνειο όταν η προθεσμία αυτή παρέλθει, καθίσταται υπερήμερος, χωρίς να προαπαιτείται όχληση εκ μέρους του δανειστή.
Η επίδοση της αγωγής για απόδοση του δανείου δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία αυτού, όπως ήδη αναφέρθηκε, η οποία (καταγγελία) δεν υπόκειται σε τύπο, από την επίδοση δε αυτή, ως καταγγελία, το δάνειο γίνεται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό μετά παρέλευση ενός μήνα, οπότε και πρέπει να αποδοθεί, οφείλονται δε και τόκοι υπερημερίας.