Διανομή ακινήτου από συγκληρονόμους.
Είναι σύνηθες, αν ένα ακίνητο ανήκει σε περισσότερους του ενός συγκυρίους, ο ένας από αυτούς να επιθυμεί την ρευστοποίηση του μεριδίου του και οι υπόλοιποι να μην ενδιαφέρονται να αγοράσουν το μερίδιό του, να μην δέχονται την πώλησή του, να διαφωνούν για την αξιοποίησή του ή να αδιαφορούν γιατί έχουν μικρό ποσοστό.
Στις περιπτώσεις αυτές, ο νόμος δίνει το δικαίωμα να ζητήσει τον διαμοιρασμό των μεριδίων στον οποιοδήποτε κοινωνό ανεξάρτητα με το ποσοστό που κατέχει ούτως ώστε καθένας των συνιδιοκτητών να εκμεταλλευτεί το μερίδιό του όπως επιθυμεί.
Στις περιπτώσεις αυτές της μη συμφωνίας, το Δικαστήριο καθορίζει τον τρόπο διανομής η οποία μπορεί να επιτευχθεί είτε με αυτούσια διανομή είτε με διανομή με πλειστηριασμό.
Η διανομή γίνεται αυτουσίως, αν το αντικείμενο ή τα αντικείμενα που πρόκειται να διανεμηθούν είναι δυνατόν, χωρίς μείωση της αξίας, να διαιρεθούν σε ομοειδή μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών.
Το Δικαστήριο αποφασίζει την αυτούσια διανομή, αν είναι δυνατή η διαίρεση του διανεμητέου σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών, δίχως να μειώνεται η αξία του και δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει απόδειξη, αν κρίνει ότι η αυτούσια διανομή είναι προδήλως δυνατή, αδύνατη ή ασύμφορη η δε κρίση του περί αδυνάτου ή ασυμφόρου της αυτούσιας διανομής ή αντιθέτως περί του δυνατού αυτής είναι κρίση πραγματικών γεγονότων και γι’ αυτό είναι ανέλεγκτη.
Επομένως, αν η διαίρεση του διανεμητέου είναι ανέφικτη, δηλαδή αν το κοινό αντικείμενο δεν μπορεί να διαιρεθεί με βάση τον προορισμό, που έχει από τη φύση του, κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές, δεν διατάσσεται η αυτούσια διανομή του.
Αν η διανομή με τους παραπάνω τρόπους είναι ανέφικτη ή ασύμφορη, το Δικαστήριο διατάζει την πώληση του διανεμητέου επικοίνου με πλειστηριασμό, λαμβάνοντας υπόψη του, εκτός από τις μερίδες των κοινωνών, το είδος, τις διαστάσεις, καθώς και το εμβαδόν του διανεμητέου.
Ο τρόπος λύσεως της κοινωνίας, δηλαδή αν η λύση θα γίνει με αυτούσια διανομή ή με πώληση με πλειστηριασμό, ανήκει στην κυριαρχική εξουσία του Δικαστηρίου.
Στην εξουσία του δικαστηρίου, επίσης, εναπόκειται να κρίνει, αν θα διαταχθεί ή όχι πραγματογνωμοσύνη, προκειμένου περί αυτούσιας διανομής.
Το δικαστήριο για να διατάξει την αυτούσια διανομή κοινού οικοπέδου, στο οποίο υπάρχει οικοδομή, με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας, πρέπει να είναι δυνατή η διαίρεσή του σε μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών, δίχως να μειώνεται η αξία του ή να κρίνεται εφικτή, και μόνο κατόπιν σχετικής αίτησης του κοινωνού, και χωρίς να αντιβαίνει στο συμφέρον των λοιπών συγκυριών η σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους ή μέρη ορόφων (οριζόντια ιδιοκτησία).
Το αίτημα για αυτούσια διανομή με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας μπορεί να υποβληθεί και με τις προτάσεις οποιουδήποτε από τους συγκύριους διαδίκους κατά την πρώτη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συζήτηση της αγωγής περί διανομής, διαφορετικά είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο αφού το δικαστήριο δεν έχει την δυνατότητα να επιλέξει αυτεπαγγέλτως τον εν λόγω τρόπο διανομής, αλλά επιλαμβάνεται σχετικώς μόνον κατόπιν ρητού αντίστοιχου, και με τις προτάσεις υποβαλλόμενου, αιτήματος κοινωνού, το οποίο και ως προς την άσκησή του υπόκειται στους περιορισμούς της διάταξης του άρθρου 269 ΚΠολΔ ενώ το εν λόγω αίτημα μπορεί να υποβληθεί παραδεκτά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μόνο αν ο διάδικος δικάσθηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό και για το λόγο αυτόν έγινε δεκτή η έφεσή του και εξαφανίσθηκε η απόφαση.
Τα απαραίτητα κατά νόμο στοιχεία της βάσης της αγωγής, με την οποία ζητείται η διανομή κοινού πράγματος, είναι η συγκυριότητα του ενάγοντος, η μεταξύ αυτού και του εναγομένου κοινωνία, η ακριβής περιγραφή του διανεμητέου ακινήτου, η μη συμφωνία του εναγομένου για εξώδικη διανομή και σχετικό αίτημα.
Δεν είναι όμως αναγκαίο να εκτίθεται στην αγωγή και ο τρόπος, με τον οποίο ο ενάγων και ο εναγόμενος έγιναν συγκύριοι, εκτός αν ο εναγόμενος αμφισβητώντας τη νομιμοποίηση της αγωγής, ισχυρισθεί ότι δεν έχουν κανένα δικαίωμα κυριότητας επί του διανεμητέου, ούτε ο ενάγων ούτε ο εναγόμενος, οπότε υποχρεούται ο ενάγων, με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης, να καθορίσει και τον τρόπο, με τον οποίο οι διάδικοι έγιναν συγκύριοι του διανεμητέου.
Επίσης, δεν είναι αναγκαίο να εκτίθενται στην αγωγή, αναφορικά με την περιγραφή του διανεμητέου ακινήτου, οι πλευρικές του διαστάσεις και ο καθ’ όρια προσανατολισμός του, ούτε να κατονομάζονται οι ιδιοκτήτες των ομόρων ακινήτων.
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.
Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκηση του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο.
Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του.
Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου.
Μόνη όμως, η αδράνεια επί μακρό χρόνο του δικαιούχου, και όταν ακόμα δημιούργησε στον υπόχρεο την πεποίθηση, ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί πλέον αυτό, δεν αρκεί να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφόσον όμως η συμπεριφορά του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου, ενόψει των οποίων καθώς και της αδράνειας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της καταστάσεως, που δημιουργήθηκε από τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με το άρθρο 281.