Ο καταπιστευματιδόχος είναι κληρονόμος υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, που πληρώνεται με τον θάνατο του διαθέτη και στην οποία αντιστοιχεί διαλυτική αίρεση ή προθεσμία της αντικατάστασης του αρχικού άμεσα κληρονόμου.
Με τον τρόπο αυτόν ένας διαθέτης μπορεί με την σύνταξη της διαθήκης του, να υποχρεώσει έναν κληρονόμο του, να παραδώσει μετά από ένα γεγονός ή ένα χρονικό σημείο την κληρονομιά που αυτός θα αποκτήσει ή ποσοστό της σε κάποιον άλλον, τον καταπιστευματοδόχο.
Για τη σύσταση του καταπιστεύματος, δεν είναι ανάγκη να γίνει χρήση πανηγυρικών φράσεων ούτε καν της λέξης “καταπίστευμα”.
Αυτό μπορεί να γίνει και με έμμεση δήλωση του διαθέτη, αρκεί πάντως να προκύπτει από τη διαθήκη η θέληση του τελευταίου να γίνει κάποιος κληρονόμος του, μόνο για ορισμένο διάστημα και, μετέπειτα, κληρονόμος αυτού να γίνει άλλος.
Σε περίπτωση αμφιβολίας, θεωρούνται ως καταπιστευματοδόχοι τα προσδιοριζόμενα σε αυτές πρόσωπα.
Είναι ζήτημα ερμηνείας της διαθήκης κάθε φορά, από τον τρόπο διατύπωσης της τελευταίας βούλησης, πότε ενυπάρχει σε αυτή σύσταση καθολικού καταπιστεύματος και ποιο είναι το πρόσωπο του καταπιστευματοδόχου.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 201 επ. και 1925 ΑΚ συνάγεται ότι αν ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμο υπό αναβλητική αίρεση με τη θετική ή την αρνητική της μορφή, καθώς και αν ο προσδιορισμός του εγκατάστατου εξαρτάται από γεγονός που επέρχεται μετά το θάνατο του διαθέτη, τότε η εγκατάσταση αυτή ισχύει ως καταπίστευμα με καταπιστευματοδόχο τον υπό αίρεση εγκατάστατο και βεβαρημένο εκείνον στον οποίο, κατά τη θέληση του διαθέτη, πρέπει να παραμένει η κληρονομιά μέχρι την πλήρωση της αίρεσης.
Δηλαδή, με το θάνατο του διαθέτη επάγεται κανονικώς σ’ αυτόν που, κατά την εικαζόμενη θέληση εκείνου (του διαθέτη), πρέπει να έχει την κληρονομιά μέχρι την πλήρωση της αίρεσης και ο οποίος, με την πλήρωση αυτής, υποχρεούται να αποκαταστήσει την κληρονομιά στον υπό αίρεση εγκατάστατο.
Σε περίπτωση ματαίωσης της αναβλητικής αίρεσης, η εγκατάσταση θεωρείται ότι δεν έγινε ποτέ και αίρεται κάθε δικαίωμα προσδοκίας του υπό την αναβλητική αίρεση δικαιούχου.
Από το περιεχόμενο της διαθήκης, που ερμηνεύεται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, κρίνεται ο τρόπος και ο χρόνος πλήρωσης ή ματαίωσης της αίρεσης.
Ειδικότερα, η θετική αναβλητική αίρεση ματαιώνεται, όταν δεν συμβεί το (μέλλον και αβέβαιο) γεγονός, από το οποίο εξαρτάται η περιέλευση της κληρονομιάς στον καταπιστευματοδόχο ή όταν καταστεί βέβαιο ότι τούτο δεν πρόκειται να συμβεί, ενώ η αρνητική αίρεση ματαιώνεται όταν συμβεί το γεγονός, από τη μη επέλευση του οποίου εξαρτήθηκε το δικαίωμα του καταπιστευματοδόχου.
Προσφυγή σε ερμηνεία της διαθήκης συγχωρείται μόνο, εάν το δικαστήριο της ουσίας διαπιστώσει, έστω και εμμέσως, κενό ή ασάφεια στο περιεχόμενο της διαθήκης.
Στην περίπτωση αυτή, εφόσον δεν είναι δυνατή η ανεύρεση της αληθινής βούλησης του διαθέτη, το δικαστήριο μπορεί να προσφύγει στην εφαρμογή ειδικών ερμηνευτικών κανόνων οι οποίοι θεμελιώνονται στην υποθετική βούληση του διαθέτη, ώστε να διασωθεί το κύρος της διάταξης τελευταίας βούλησης αυτού.
Με την επαγωγή του καταπιστεύματος επέρχεται αυτοδίκαια παύση της ιδιότητας του κληρονόμου και αυτοδίκαιη κτήση της ιδιότητας αυτής από τον καταπιστευματοδόχο, ο οποίος είναι καθολικός και άμεσος, απευθείας, διάδοχος του διαθέτη, δηλαδή δεν γίνεται διάδοχος του βεβαρημένου, ούτε αποκτά από αυτόν δικαιώματα ως κληρονόμος.
Τέτοια υποχρέωση δεν μπορεί να επιβληθεί στον καταπιστευματοδόχο και αυτό σημαίνει ότι το καταπίστευμα συνιστάται μόνο σε ένα βαθμό και δεν επαναλαμβάνεται πέραν του (πρώτου) καταπιστευματοδόχου, γιατί καταπίστευμα επί καταπιστεύματος, ήτοι καταπίστευμα εις βάρος του καταπιστευματοδόχου δεν αναγνωρίζεται από τον Αστικό Κώδικα, η δε σύσταση τέτοιου καταπιστεύματος ως απαγορευμένη από το νόμο είναι άκυρη.
Όμως υποκατάσταστος μπορεί να ταχθεί και στον καταπιστευματοδόχο, δηλαδή για την περίπτωση κατά την οποία αυτός εκπέσει πριν από την αποδοχή του καταπιστεύματος.
Ότι είναι δυνατή και η υποκατάσταση στον καταπιστευματοδόχο είναι αναμφίβολο, γιατί και αυτή είναι εγκατάσταση και επομένως εφαρμόζονται και ως προς αυτήν τα περί εγκαταστάσεως (άρθρ. 1940 ΑΚ), εφόσον οι ειδικές περί εγκαταστάσεως διατάξεις δεν ορίζουν κάτι άλλο.
Άλλο όμως είναι υποκατάστατος του καταπιστευματοδόχου και άλλο δεύτερος καταπιστευματοδόχος, γιατί δεύτερο καταπιστευματοδόχο, δηλαδή υποκατάστατο του καταπιστευματοδόχου, για χρόνο μετά την αποδοχή από αυτόν του καταπιστεύματος δεν είναι νοητή κατά τον Αστικό Κώδικα.
Όταν η σύσταση του καταπιστεύματος γίνεται με τον όρο ότι η κληρονομία ή ποσοστό της θα διατηρηθεί στην οικογένεια είτε του διαθέτη, είτε του κληρονόμου, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό προσώπων, αυτό ονομάζεται οικογενειακό καταπίστευμα (ΑΚ 1929, 1930).
Σύμφωνα με τον ερμηνευτικό κανόνα της παρ.1 του άρθρου 1929 ΑΚ, αν η διατήρηση της κληρονομίας ή ποσοστού της ορίσθηκε για την οικογένεια του διαθέτη, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρούνται καταπιστευματοδόχοι μετά το θάνατο του εγκαταστάτου, όλα τα πρόσωπα που θα κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου τον διαθέτη, αν πέθαινε κατά το χρόνο θανάτου του εγκαταστάτου, ενώ για άλλους απώτερους συγγενείς του διαθέτη δεν ισχύει το οικογενειακό καταπίστευμα.
Προϋπόθεση για να υπάρχει οικογενειακό καταπίστευμα, είναι να μην υπάρχει ορισμός προσώπων χάριν των οποίων συστήθηκε, αλλά πρέπει ο διαθέτης να επιθυμούσε τη διατήρηση της κληρονομίας χάριν της οικογενείας του ή του κληρονόμου του, διαφορετικά, τα άρθρα 1929-1930 δεν εφαρμόζονται (ΑΠ 240/2019, ΑΠ 246/2011 ΝΟΜΟΣ).
Από τη διάταξη του άρθρου 1937 ΑΚ προκύπτει, ότι ο βεβαρημένος με καταπίστευμα, μέχρι να γίνει η επαγωγή της κληρονομιάς στον καταπιστευματοδόχο, έχει την τακτική διαχείριση της κληρονομίας, δηλαδή ενεργεί όλες τις αναγκαίες πράξεις για την εκμετάλλευση, συντήρηση και διαφύλαξη των κληρονομιαίων σύμφωνα με τον προορισμό κάθε αντικειμένου της, εφόσον δε ο διαθέτης δεν όρισε διαφορετικά, έχει την εξουσία να διαθέτει τα αντικείμενα της κληρονομίας μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στην παρ. 2 του παραπάνω άρθρου περιπτώσεις, δηλαδή μόνον εφόσον:
α) η διάθεση επιβάλλεται από τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης (εκποίηση υποκειμένων σε φθορά αντικειμένων, εκπλήρωση υποχρεώσεων της κληρονομίας),
β) αν έδωσε τη συναίνεσή του ο καταπιστευματοδόχος και
γ) όταν υπάρχει καταπίστευμα του υπολοίπου (περιλιμπανομένου), κατ` άρθρο 1939 ΑΚ.
Κάθε άλλη διάθεση που γίνεται από το βεβαρημένο κληρονόμο κατά παράβαση των παραπάνω ορισμών, αποβαίνει άκυρη μόλις γίνει η επαγωγή της κληρονομιάς στον καταπιστευματοδόχο, ήτοι η ακυρότητα είναι επιγενόμενη, δηλαδή αποβαίνει άκυρη με την επαγωγή του καταπιστεύματος και είναι σχετική υπέρ του καταπιστευματοδόχου, προς το συμφέρον του οποίου έχουν ταχθεί οι όροι.