Κατά τις διατάξεις του άρθρου 147 ΑΚ, «Όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία. Αν η δήλωση απευθύνεται σε άλλον και η απάτη έγινε από τρίτον, η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί μόνο εφόσον εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση ή τρίτος που απέκτησε αμέσως δικαίωμα από αυτήν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την απάτη», ενώ κατά το άρθρο 149 του ίδιου Κώδικα, «εκείνος που απατήθηκε έχει δικαίωμα, παράλληλα με την ακύρωση της δικαιοπραξίας, να ζητήσει και την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Έχει επίσης δικαίωμα να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο ανορθωθεί η ζημία».
Με τις παραπάνω διατάξεις η απάτη αντιμετωπίζεται:
α) ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη βούληση του απατηθέντος, στον οποίο παρέχεται το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δήλωσής του, και
β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά, η οποία γεννά σε βάρος του απατήσαντος υποχρέωση προς αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ).
Ως απάτη νοείται κάθε συμπεριφορά, η οποία τείνει να παραγάγει, να ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βούλησης, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον αγνοούντα αυτά ήταν επιβεβλημένη από το καθήκον διαφώτισής του, με βάση την αρχή της καλής πίστης ή λόγω της υπάρχουσας ιδιαίτερης σχέσης μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση. Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά το χρόνο που δηλώνεται η βούληση.
Ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη δήλωση βούλησης, αποκτά σημασία μόνο εντός του πλαισίου της δικαιοπραξίας, καθόσον συνιστά αρνητική προϋπόθεση του κύρους της, ενώ ως αδικοπρακτική συμπεριφορά ιδρύει υποχρέωση αποζημίωσης, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί γενικοί όροι της αδικοπραξίας.
Η απάτη των άρθρων 147 επ. ΑΚ διαφέρει της απάτης του άρθρου 386 ΠΚ, διότι η αστική διάταξη αναφέρεται σε απατηλή πρόκληση δήλωσης βούλησης, ενώ ο Ποινικός Κώδικας αναφέρεται σε διάθεση περιουσίας. Ο δόλος στην αστική απάτη αρκεί να τείνει στην παραγωγή συγκεκριμένης δήλωσης βούλησης και δεν ενδιαφέρει ο πορισμός παρανόμου περιουσιακού οφέλους και ως εκ τούτου οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται.
Επομένως, εάν η παραπλάνηση, η οποία δημιουργείται ή ενισχύεται ή διατηρείται σε κάποιο πρόσωπο από την απάτη αυτή, προκάλεσε ζημία, στην οποία υπάγεται οποιαδήποτε μείωση της περιουσίας του, γεννάται υπέρ του απατωμένου πρωτογενής αξίωση αποζημίωσης έναντι του μετερχομένου την απάτη προσώπου.
Στοιχεία της απάτης κατά το άρθρο 147 ΑΚ είναι: α) η πλάνη, δηλαδή η εσφαλμένη παράσταση ή αντίληψη ορισμένων πραγματικών περιστατικών, είτε του παρελθόντος είτε του παρόντος είτε του μέλλοντος, β) πρόκληση της πλάνης αυτής από άλλο πρόσωπο εις βάρος του πλανώμενου, γ) η πλάνη και η παραπλάνηση να έγινε με πρόθεση, και δ) η πρόκληση «ελαττωματικής» βούλησης, συνεπεία της οποίας ο πλανηθείς προβαίνει σε δήλωση αυτής.
Περαιτέρω, συνάγεται ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή να απαιτήσει αποζημίωση κατά την έκταση που δικαιούται σε κάθε αδικοπραξία, είτε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914 επ. ΑΚ), εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας.
Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 149 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση που εκείνος που παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης επιλέξει να ζητήσει ακύρωση της δικαιοπραξίας, δικαιούται αποζημίωση κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914 επ. ΑΚ) μόνο για τη ζημία που δεν αποκαθίσταται από την ακύρωση της δικαιοπραξίας (αρνητικό διαφέρον), δηλαδή δικαιούται να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, επειδή πίστευε στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης. Δεν δικαιούται, επομένως, να ζητήσει να αποκατασταθεί στην περιουσιακή κατάσταση που θα βρισκόταν αν οι ψευδείς ισχυρισμοί εκείνου που τον εξαπάτησε ήταν αληθινοί. Συνεπώς, δικαιούται να ζητήσει το πλήρες (θετικό) διαφέρον μόνο αν εμμένει στη δικαιοπραξία.
Έτσι, στην περίπτωση που ο ενάγων ζητήσει ακύρωση της δικαιοπραξίας, η αποζημίωση που δικαιούται (αρνητικό διαφέρον) περιλαμβάνει: α) τη θετική του ζημία, αποτελούμενη από έξοδα στα οποία υποβλήθηκε για την κατάρτιση και εκτέλεση της δικαιοπραξίας, β) τη ζημία που υπέστη από την απόκρουση πρότασης προς σύναψη άλλης πλέον ευνοϊκής δικαιοπραξίας, και γ) κάθε περαιτέρω θετική ή αποθετική ζημία σε άλλα έννομα αγαθά του, που προέκυψε από τη σύμβαση που καταρτίστηκε συνεπεία της απάτης.
Αντίθετα, στην αποκαταστατέα ζημία δεν περιλαμβάνεται το κέρδος του ενάγοντος αν η σύμβαση ήταν απαλλαγμένη από ελαττώματα, αφού στην άκυρη δικαιοπραξία η αποζημίωση δεν περιλαμβάνει κέρδος αναμενόμενο από την εκπλήρωση της ενοχής.
Για την πληρότητα της αγωγής ακύρωσης δικαιοπραξίας λόγω απάτης, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά της απατηλής συμπεριφοράς του εναγόμενου, με την οποία ενσυνείδητα και από πρόθεση δημιουργείται, διατηρείται ή ενδυναμώνεται στον ενάγοντα κάποια πεπλανημένη παράσταση, με το σκοπό να επηρεάσει την απόφασή του και συνακόλουθα να εκτίθεται ο δόλος του εναγόμενου και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ απάτης και της μέσω αυτής προκληθείσας δήλωσης βούλησης.
Kατά το άρθρο 157 ΑΚ, «Όταν περάσουν δύο χρόνια από τη δικαιοπραξία επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος για ακύρωση. Αν η πλάνη ή η απάτη ή η απειλή εξακολούθησαν και μετά τη δικαιοπραξία, η διετία αρχίζει από τότε που πέρασε η κατάσταση αυτή. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται ακύρωση όταν περάσουν είκοσι χρόνια από τη δικαιοπραξία».
Στην περίπτωση που η πλάνη ή η απάτη ή η απειλή εξακολούθησαν και μετά τη δικαιοπραξία η αποσβεστική προθεσμία των δύο ετών αρχίζει από την επόμενη ημέρα, αφότου πέρασε η κατάσταση που ήταν η δημιουργός της ελαττωματικής βούλησης του συμβαλλόμενου, δηλαδή από την αποκάλυψη της πλάνης ή απάτης ή από την παύση της απειλής. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως αποσβεστική προθεσμία που τάσσει ο νόμος, αφού η παραίτηση από αυτήν είναι άκυρη, ενώ επί αποσβεστικής προθεσμίας εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την παραγραφή.
Σύμφωνα με το άρθρο 261 παρ. 1 εδ. α’ ΑΚ, που εφαρμόζεται και επί αποσβεστικής προθεσμίας, η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής, δηλαδή με την επίδοσή της. Εξάλλου, κατά το άρθρο 263 ΑΚ, «κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή». Ως επανέγερση της αγωγής νοείται η υποβολή νέου αιτήματος παροχής δικαστικής προστασίας από τον ίδιο ενάγοντα ή σε περίπτωση που μεσολαβήσει νόμιμη καθολική ή ειδική διαδοχή από το διάδοχό του κατά του ίδιου εναγομένου ή των διαδόχων εκείνου, που βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη νομική και ιστορική αιτία.
Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στην προηγούμενη δίκη είναι τα ίδια με αυτά που συνθέτουν το πραγματικό της νομικής διάταξης που πρόκειται να εφαρμοσθεί στη νέα δίκη. Η ταυτότητα αυτή υπάρχει και όταν με τη νέα αγωγή επέρχονται οι αναγκαίες διαφοροποιήσεις με τις οποίες συμπληρώνονται οι ασάφειες ή οι ελλείψεις που προκάλεσαν το δικονομικό απαράδεκτο της προηγούμενης αγωγής, αρκεί να μην μεταβάλλεται η ταυτότητα της αξίωσης υπέρ της οποίας πρέπει να παρασχεθεί δικαστική προστασία.
Επομένως, εάν ο δικαιούχος επανεγείρει την αγωγή εντός έξι μηνών από την παραίτηση ή από την τελεσιδικία της απόφασης που απέρριψε για λόγους μη ουσιαστικούς την προηγούμενη αγωγή του, η αποσβεστική προθεσμία λογίζεται ότι έχει διακοπεί με την άσκηση της αρχικής αγωγής.