Το ευρωπαϊκό κληρονομητήριο είναι ένα ενιαίο «έγγραφο», το οποίο έχει αποδεικτική ισχύ και προορίζεται να χρησιμοποιηθεί από κληρονόμους και κληροδόχους, οι οποίοι έχουν άμεσα δικαιώματα στην κληρονομική διαδοχή, εκτελεστές διαθηκών και διαχειριστές της κληρονομικής διαδοχής, για τη διευκόλυνση της απόδειξης της ιδιότητας, των δικαιωμάτων ή των αρμοδιοτήτων τους όχι μόνον στο κράτος που το εκδίδει, αλλά επίσης -και κυρίως- σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο εκδίδεται το κληρονομητήριο. Είναι ένα ομοιόμορφο έντυπο, το οποίο προκύπτει από το δίκαιο της ΕΕ, ενώ δεν έχει την εμφάνιση ούτε δημοσίου εγγράφου ούτε και δικαστικής απόφασης.
Δεν είναι ένα έγγραφο το οποίο αντικατοπτρίζει την οριστική επίλυση μιας κληρονομικής διαδοχής με διασυνοριακές συνέπειες και με αυτή την έννοια δεν είναι υποχρεωτικό έγγραφο, ως επικουρικό δε, δεν αντικαθιστά, ούτε τα εθνικά έγγραφα ούτε τις εθνικές διαδικασίες, παρότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί επίσης στο έδαφος του κράτους που το εξέδωσε, ενώ τέλος, δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο.
Ως Αρμόδια Αρχή στην Ελλάδα για την έκδοση του ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου δηλώθηκε από τις ελληνικές Αρχές, κατ’ άρθρο 78 του Κανονισμού, το Ειρηνοδικείο.
Ο Κανονισμός 650/2012 καλλιεργεί μια γενικότερη ασάφεια ως προς τη σχέση και οριοθέτηση των ανωτέρω κληρονομητηρίων (εθνικού και ευρωπαϊκού). Η έλλειψη μιας ειδικής ρύθμισης ή σχετικών αναφορών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα εν λόγω πιστοποιητικά συνυπάρχουν σε μια ισότιμη και αυτόνομη βάση. Ειδικότερα υπό την άποψη του εθνικού δικαίου ο δυαδισμός αυτός σημαίνει ότι η έκδοση του ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου αφήνει ανεπηρέαστο το δικαίωμα υποβολής αίτησης για τη χορήγηση ενός αντίστοιχου εθνικού, όπως επίσης δεν επηρεάζει την ύπαρξη ενός ήδη εκδοθέντος και οι ειδικότερες σχέσεις που αναπτύσσονται από αυτήν την συνύπαρξη αποτελούν αντικείμενο της εκάστοτε εθνικής νομοθεσίας.
Αντίστοιχα από την πλευρά της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, ο προαναφερόμενος δυαδισμός εκφράζεται στη σκέψη ότι η έκδοση ενός εθνικού κληρονομητηρίου δεν θίγει το δικαίωμα έκδοσης ή την υπόσταση ενός ήδη εκδοθέντος ευρωπαϊκού. Αν τα δύο κληρονομητήρια (εθνικό και ευρωπαϊκό) δεν παρουσιάζουν ουσιώδεις διαφορές δεν υπάρχει πρόβλημα.
Αν αντίθετα παρουσιάζουν διαφορές ως προς το περιεχόμενό τους, εφόσον τα βεβαιούμενα σ’ αυτά γεγονότα αποκλίνουν μεταξύ τους, δηλαδή οι έννομες σχέσεις αποτυπώνονται με διαφορετικό τρόπο, δεν αίρεται η αυτονομία του καθενός, αλλά είναι δυνατόν η αυτονομία αυτή να οδηγήσει στην αμφίδρομη ανατροπή του νόμιμου τεκμηρίου δεδομένου του χαρακτήρα του ως μαχητού στο μέτρο που τα αποτυπούμενα σε κάθε κληρονομητήριο στοιχεία αντιφάσκουν μεταξύ τους, με συνέπεια τη διαμόρφωση μιας νέας κατάστασης αντίστοιχης με αυτή που θα υπήρχε αν εξέλειπαν τα δύο πιστοποιητικά. Ο Κανονισμός, όπως και τα περισσότερα εθνικά δίκαια, προβλέπει διαδικασίες τροποποίησης ή ανάκλησης του ανακριβούς κληρονομητηρίου και σε κάθε περίπτωση αναστολής της ισχύος των αποτελεσμάτων.