Το όνομα του παιδιού, η επιμέλειά του, η διαχείριση της περιουσίας του και η εκπροσώπησή του σε κάθε θέμα που το αφορά αποτελούν την έννοια της λεγόμενης «γονικής μέριμνας», η οποία αποτελεί δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση των γονέων του. Η επιμέλεια του παιδιού αποτελεί την πιο σημαντική εκδήλωση της γονικής μέριμνας και περιλαμβάνει την ανατροφή, την επίβλεψη, την εκπαίδευση και καθετί άλλο που θα συντελέσει στην καλλιέργεια του ήθους και της κοινωνικής του συμπεριφοράς.
Όταν όμως, οι γονείς διαφωνούν για ζητήματα που αφορούν στα παιδιά τους, είτε έρχονται σε προσωρινή διάσταση, είτε φτάνουν σε διαζύγιο. Σε αυτές τις περιπτώσεις το Δικαστήριο, κρίνοντας με βάση το συμφέρον του τέκνου, αναθέτει τη γονική μέριμνα είτε στον έναν, είτε και στους δύο γονείς, ορίζοντας τον τρόπο, αλλά και τον χρόνο που ο καθένας τους θα ασκεί τη γονική μέριμνα του κοινού τους τέκνου.
Για την εξειδίκευση της αοριστίας αυτής της νομικής έννοιας δεν παρέχονται από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία, πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής – οικονομικής κατάστασης τους.
Η μικρή ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο κατά τον νόμο στοιχεία για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου, αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στον ένα ή τον άλλο από τους γονείς του κι αυτό γιατί η άποψη ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους, λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει (κατά τις νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες) μόνο για τη νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου.
Στη δικαστική συνεπώς κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου.
Στην περίπτωση διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς και ανακύπτει το θέμα της διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας τους. Η ρύθμιση της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας αυτών γίνεται από το δικαστήριο, αν οι γονείς αδυνατούν να συμφωνήσουν για τον καταμερισμό αυτής.
Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας, στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής της είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μία ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και αδελφούς του. Για τον σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων.
Επιπλέον, οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στα πλαίσια της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου, χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου.
Τέλος, η αδιαφορία ενός γονέα για τη μη σύμπραξή του σε αποφάσεις που αφορούν στην επιμέλεια του τέκνου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο, στο πλαίσιο αποφάσεώς του για παρέκκλιση από την από κοινού άσκηση της επιμέλειας. Μεταξύ άλλων, παρέκκλιση εκ της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας μπορεί να αποφασιστεί, αν η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας κωλύεται εξαιτίας διαφωνίας των γονέων και ιδίως αν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει σε αυτήν.