Μετά το θάνατο κάποιου προσώπου, είναι πολύ συχνή η σύγκρουση των κληρονόμων με αντικείμενο την κληρονομιαία περιουσία και το περιεχόμενο κοινών τραπεζικών λογαριασμών.
Στην περίπτωση μάλιστα που ο θανών, πέραν των λοιπών κινητών και ακινήτων, είχε και τραπεζικούς λογαριασμούς, οι αντιδικίες είναι συχνά αμφίρροπες και έντονες, κυρίως λόγω της προσωπικής σύνδεσης του θανόντος τόσο με αυτούς που επέλεξε να έχει συνδικαιούχους στον τραπεζικό του λογαριασμό, όσο και με αυτούς που (είτε εκ του νόμου, είτε εκ διαθήκης) είναι κληρονόμοι ή αναγκαίοι κληρονόμοι και νόμιμοι μεριδούχοι της κληρονομιαίας περιουσίας.
Πρέπει να αναφερθεί πως ο τραπεζικός λογαριασμός ανήκει στα πράγματα της κληρονομιάς και ως εκ τούτου μετά το θάνατο του δικαιούχου, ο τραπεζικός λογαριασμός μεταβιβάζεται στους κληρονόμους σύμφωνα με την κληρονομική διαδοχή (άρθρο 1710 ΑΚ).
Έτσι, όταν οι κληρονόμοι είναι περισσότεροι από ένας, αναλαμβάνει καθένας από τον τραπεζικό λογαριασμό το ποσοστό που του αναλογεί, σύμφωνα με τη μερίδα του στην κληρονομία.
Για την ανάληψη του ποσού από τον τραπεζικό λογαριασμό, πρέπει ο κληρονόμος να προσκομίσει στην τράπεζα κατά κανόνα κληρονομητήριο ή αναγνωριστική δικαστική απόφαση, ή τουλάχιστον τα έγγραφα που απαιτούνται για την έκδοση κληρονομητηρίου. Η συντριπτική πλειοψηφία των τραπεζών ζητούν την προσκόμιση κληρονομητηρίου.
Αυτό συμβαίνει στην (απλή) περίπτωση κατά την οποία ο θανών ήταν ο μόνος δικαιούχος του τραπεζικού λογαριασμού.
Ποια όμως είναι η τύχη της κατάθεσης σε περίπτωση θανάτου κάποιου από τους δικαιούχους, όταν έχουμε κοινό τραπεζικό λογαριασμό, δηλαδή όταν πέραν του θανόντος υπάρχουν και άλλοι συνδικαιούχοι του λογαριασμού, που παραμένουν εν ζωή;
Με την υπ’ αριθ. 381/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, δίδονται απαντήσεις επί των ζητημάτων. Ειδικότερα, σύμφωνα με το ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης:
«…Κατά το άρθρο 1 παρ.1 και 2 του ν. 5368/1932, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ στοιχ. α’ του ν.δ. 118/1973: “χρηματική κατάθεσις παρά τραπέζη εις ανοικτόν λογαριασμόν επ’ ονόματι δύο ή πλειοτέρων από κοινού (compte joint account) είναι εν τη εννοία του παρόντος νόμου η περιέχουσα τον όρον ότι του εκ ταύτης λογαριασμού δύναται να κάμνη χρήσιν, εν όλω ή εν μέρει, άνευ συμπράξεως των λοιπών, είτε εις είτε τινές, και πάντες κατ’ ιδίαν οι δικαιούχοι (παρ.1). Η χρηματική κατάθεσις, περί ης η προηγουμένη παράγραφος, επιτρέπεται να ενεργήται και εις κοινόν λογαριασμόν επί προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίησιν (παρ. 2)“.
Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες προς εκείνες των άρθρων 2 παρ.1 του ν.δ. 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, 411, 489, 490, 491, και 493 του Α.Κ. προκύπτει ότι, σε περίπτωση χρηματικής καταθέσεως επ’ ονόματι του ιδίου του καταθέτου και τρίτου ή τρίτων προσώπων σε κοινό λογαριασμό και ανεξαρτήτως του αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτου και του τρίτου αφ’ ενός και του δέκτου της καταθέσεως νομικού προσώπου αφ’ ετέρου ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της καταθέσεως (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από ένα εκ των δικαιούχων να γίνεται εξ ιδίου δικαίου και όχι ως αντιπροσώπου των λοιπών, εάν δε αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της χρηματικής καταθέσεως από ένα μόνο δικαιούχο επέρχεται απόσβεση της απαιτήσεως εις ολόκληρον έναντι του δέκτου της καταθέσεως και ως προς τον μη αναλαβόντα δικαιούχο, ο οποίος αποκτά πλέον εκ του νόμου απαίτηση έναντι του αναλαβόντος ολόκληρο την κατάθεση, για την καταβολή ποσού αναλόγου προς τον αριθμό των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού, εκτός εάν από την μεταξύ των εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα σε ολόκληρο το ποσό της καταθέσεως ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής από τον μη αναλαβόντα.
Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ν. 5638/1932, που διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ εδ. α’ του ν.δ. 118/1973, ορίζεται αντιστοίχως ότι
“επί των καταθέσεων τούτων δύναται να τεθεί προσθέτως ο όρος ότι άμα τω θανάτω οιουδήποτε των δικαιούχων, η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας μέχρι του τελευταίου τούτων. Εν τη περιπτώσει ταύτη η κατάθεσις περιέρχεται εις αυτούς ελευθέρα παντός φόρου κληρονομιάς ή άλλου τέλους. Αντιθέτως, η απαλλαγή αυτή δεν επεκτείνεται επί των κληρονόμων του τελευταίου απομείναντος δικαιούχου.” και ότι “Διάθεσις της καταθέσεως διά πράξεως εν ζωή είτε αιτία θανάτου δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του τελευτήσαντος είτε εξ αδιαθέτου είτε εκ διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων τοιούτων…ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της καταθέσεως”.
Από τις διατάξεις αυτές, η πρώτη των οποίων αναφέρεται στις εσωτερικές μεταξύ των περισσοτέρων καταθετών σχέσεις, ενώ η δεύτερη ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ της τραπέζης στην οποία έχει γίνει η κατάθεση και των περισσοτέρων καταθετών, συνδυαζόμενες και προς τις προδιαληφθείσες τοιαύτες, προκύπτει ότι σε περίπτωση θανάτου ενός των καταθετών, δεν χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της τραπέζης, κατά της οποίας και δεν μπορούν να στραφούν επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι διαφορετικά θα μεταβαλλόταν το πρόσωπο του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της τραπέζης.
Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της τραπέζης, μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσόν της καταθέσεως οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν από αυτόν το τμήμα εκείνο της καταθέσεως που αναλογεί στο δικαιοπάροχό τους με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών.
Εάν όμως έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 του ν. 5638/1932, τότε σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως, εξ ιδίου δικαίου, η κατάθεση και ο λογαριασμός εξ αυτής στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της καταθέσεως που αναλογούσε σ’ εκείνον, όπως θα μπορούσαν να πράξουν, αν δεν είχε τεθεί ο ως άνω όρος, του οποίου σε αυτό και μόνο εξαντλείται η νομική ενέργεια.
Και αν όμως δεν έχει τεθεί ο άνω όρος, οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν υπεισέρχονται ως προς την κατάθεση στην έναντι της Τραπέζης θέση του κληρονομηθέντος, και επομένως η ανάληψη του ποσού αυτού από τον επιζώντα καταθέτη και στην περίπτωση που αυτός είναι συγχρόνως και κληρονόμος του αποθανόντος γίνεται έναντι της Τραπέζης ιδίω ονόματι και όχι με την ιδιότητα του κληρονόμου (Α.Π. 1691/2014, 405/2007, 380/2006)».
Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί πως στην πράξη οι τράπεζες έχουν συμπεριλάβει στις συμβάσεις ανοίγματος κοινού τραπεζικού λογαριασμού ήδη τους όρους αυτούς, οπότε σύμφωνα με τα ανωτέρω μετά το θάνατο του συνδικαιούχου, ο επιζών συνδικαιούχος δικαιούται να λάβει τα χρήματα.
Με τη σύμβαση καταθέσεως χρημάτων σε κοινό λογαριασμό, που συνάπτεται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους ενδιαφερόμενους και μία τράπεζα, συμφωνείται ότι θα καταθέτουν οι δικαιούχοι του λογαριασμού χρήματα σε αυτόν και παράλληλα ο κάθε ένας δικαιούχος θα μπορεί να κάνει μερική ή ολική χρήση του λογαριασμού, εκταμιεύοντας χρήματα από αυτόν χωρίς τη σύμπραξη των άλλων συνδικαιούχων. Με αυτή τη συμφωνία, κάθε δικαιούχος μπορεί να εκταμιεύσει όλα τα χρήματα που είναι κατατεθειμένα στο λογαριασμό και αντίστοιχα η τράπεζα υποχρεούται να αποδώσει τα χρήματα του λογαριασμού μόνο μία φορά.
Επομένως, σε περίπτωση που κάποιος συνδικαιούχος εκταμιεύσει όλα τα χρήματα από κοινό λογαριασμό, η τράπεζα καμία υποχρέωση ή ευθύνη δεν έχει έναντι των υπολοίπων συνδικαιούχων για τα χρήματα αυτά.
Οι υπόλοιπο συνδικαιούχοι έχουν δικαίωμα αναγωγής κατ’ εκείνου που ανέλαβε τα χρήματα.
Εάν για παράδειγμα οι συνδικαιούχοι ήταν δύο, ο ένας έχει αξίωση κατά του άλλου για τα μισά από τα χρήματα που ήταν κατατεθειμένα στο λογαριασμό, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από την τυχόν υφιστάμενη εσωτερική σχέση τους.
Από την άλλη, οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος συνδικαιούχου που δεν είναι συνδικαιούχοι του λογαριασμού, δεν έχουν κανένα δικαίωμα στην κατάθεση.
Σε αυτή τη περίπτωση υποστηρίζεται η άποψη πως ο κληρονόμος δύναται να στραφεί μόνο με αγωγή κατά του επιζώντος συνδικαιούχου και να αξιώσει την καταβολή ποσού κατά το ποσοστό προσβολής της νόμιμης μοίρας του, εφόσον βέβαια ο επιζών συνδικαιούχος δεν προέβαινε σε διαχειριστικές πράξεις του κοινού λογαριασμού και αποδεδειγμένα δεν είχε καμιά σχέση με την κατάθεση.