Οι νέες ρυθμίσεις για την γονική μέριμνα με τον Νόμο 4800/2021

Ο νόμος 4800/2021 εισάγει νέες ρυθμίσεις σχετικά με τη γονική μέριμνα

Με τον νόμο 4800/2021 επήλθαν σημαντικές αλλαγές στο Οικογενειακό Δίκαιο σχετικά με τη γονική μέριμνα, την επιμέλεια, αλλά και την επικοινωνία των γονέων με τα τέκνα τους. Με τον νέο νόμο προσδιορίσθηκε για πρώτη φορά το τι θεωρείται σωστή άσκηση της γονικής μέριμνας, ενώ μέχρι σήμερα υπήρχε μόνο πρόβλεψη για το τι αφορά η άσκηση της γονικής μέριμνας κάθε γονέα.

Η πιο σημαντική αλλαγή που επήλθε με τον νέο νόμο είναι ότι πλέον οι γονείς είτε διαμένουν μαζί, είτε έχουν χωρίσει, ασκούν όχι μόνο «από κοινού», αλλά και «εξίσου» τη γονική μέριμνα των τέκνων τους. Σήμερα με τις νέες διατάξεις, οι γονείς έχουν τη δυνατότητα με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας να ρυθμίζουν την κατανομή της γονικής μέριμνας και την άσκησή της σε έναν από αυτούς, να καθορίζουν τον τόπο κατοικίας του παιδιού τους και τον χρόνο που αυτό θα διαμένει με έναν από αυτούς, τον τρόπο επικοινωνίας τους μαζί του, αλλά και να προσπαθούν να λύσουν τις διαφορές τους με «διαμεσολάβηση» πριν το Δικαστήριο αποφασίσει για όλα τα παραπάνω αν διαφωνούν μεταξύ τους.

Ειδικότερα, με τις τροποποιήσεις που επέφερε ο νέος νόμος, στις περιπτώσεις χωρισμού των γονέων, αν οι γονείς διαφωνούν ως προς την άσκηση της γονικής μέριμνας του τέκνου τους, το Δικαστήριο έχει πλέον τη δυνατότητα:

α) να επιμερίσει τις εξουσίες της γονικής μέριμνας στους δύο γονείς,

β) να κατανείμει χρονικά την άσκησή της (εναλλασσόμενη κατοικία),

γ) να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της σε ιδιαίτερα θέματα,

δ) να αναθέσει την άσκησή της μόνο στον έναν γονέα.

 

Πιο αναλυτικά, με τις ρυθμίσεις του νέου νόμου 4800/2021 προβλέπονται:

Η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας μετά τη διακοπή της συμβίωσης.

Η κατά παρέκκλιση άσκηση της γονικής μέριμνας μετά τον χωρισμό των γονέων (Λειτουργική κατανομή, Χρονική κατανομή, Εξειδίκευση του τρόπου άσκησης της γονικής μέριμνας, Ανάθεση της γονικής μέριμνας στον έναν μόνο γονέα, Ειδικότερα, ως προς την ανάθεση της άσκησης της επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου παιδιού στον έναν γονέα).

Η υποχρέωση συνεργασίας των γονέων.

 

1. Η από κοινού και εξίσου άσκηση της γονικής μέριμνας μετά τη διακοπή της συμβίωσης

Μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε στο δίκαιο της γονικής μέριμνας ο νόμος 4800/2021, για τις περιπτώσεις του χωρισμού των γονέων, ορίζεται πια και ρητά αυτό που στο προηγούμενο δίκαιο γινόταν ερμηνευτικά δεκτό από τη συντριπτική πλειονότητα των θεωρητικών: ότι δηλαδή καταρχήν η γονική μέριμνα συνεχίζει να ασκείται από κοινού από τους γονείς (εφόσον ζουν και οι δύο) και μετά το τυχόν διαζύγιό τους, τη διακοπή της συμβίωσης ή την ακύρωση του γάμου τους.

Στην περίπτωση της συνέχισης της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας προβλέπεται ρητά ότι οι πράξεις που επιχειρούνται και από τον έναν μόνο γονέα (όπως είναι λ.χ. οι συνηθισμένες ή οι επείγουσες πράξεις), επιχειρούνται από τον γονέα με τον οποίο διαμένει το παιδί, κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης του άλλου γονέα.

Ακόμη, με την προσθήκη της λέξης «εξίσου» με το άρθρο 7 παρ. 2 του νόμου 4800/2021 (ΑΚ 1513 εδ. 1: «εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα»), ισχύει ότι η λέξη «εξίσου» πρέπει να ερμηνευτεί ως «ισότιμα» ή «ισάξια», με την έννοια ότι η κοινή άσκηση από τους δύο γονείς πρέπει να έχει για τον καθένα τους την ίδια αξία και ουσιαστική σημασία ως προς το παιδί τους, χωρίς να χρειάζεται να επιβεβαιώνεται μία πλήρης και ακριβής εξίσωση «εξωτερικών» στοιχείων, όπως λ.χ. ότι δαπανούν για το παιδί τους τον ίδιο ακριβώς χρόνο (κάτι που δεν είναι άλλωστε από τα πράγματα δυνατό).

2. Η κατά παρέκκλιση άσκηση της γονικής μέριμνας μετά τον χωρισμό των γονέων

Αν οι γονείς αδυνατούν να βρουν μόνοι τους μια συναινετική λύση και συγκεκριμένα, όταν δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση εξαιτίας διαφωνίας τους και ιδίως αν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει στην άσκηση της γονικής μέριμνας, τότε έρχεται πλέον να αποφασίσει το Δικαστήριο (προηγείται προσφυγή στη διαμεσολάβηση στις υπόλοιπες διαδικασίες πλην των ασφαλιστικών μέτρων). Η υπαγωγή της διαφοράς σε διαμεσολάβηση δεν εμποδίζει τη λήψη ασφαλιστικού μέτρου για αυτήν.

Σχετικά με τη δικαστική ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας, το Δικαστήριο έχει τις εξής δυνατότητες: α) να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, β) να εξειδικεύσει τον τρόπο της άσκησής της στα κατ’ ιδίαν θέματα, γ) να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον έναν γονέα και δ) να την αναθέσει σε τρίτον.

Η νομοθετική διάρθρωση των κανόνων άσκησης της γονικής μέριμνας μετά το διαζύγιο ως κανόνας (η από κοινού άσκηση) – εξαίρεση (η κατανομή της άσκησης/ανάθεση της άσκησης στον έναν γονέα) δεν δίδει κανονιστικό προβάδισμα στην από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας έναντι της άσκησης από τον έναν γονέα, ούτε θεσπίζεται αντίστοιχη νομοθετική επιταγή. Η κρίση του Δικαστηρίου πρέπει να διαμορφώνεται με βάση την αρχή της προαγωγής του συμφέροντος του παιδιού στη συγκεκριμένη εκάστοτε περίπτωση, το οποίο πρέπει να προάγεται στη συγκεκριμένη περίπτωση από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του.

2.α Λειτουργική κατανομή

Ως προς την πρώτη ρυθμιστική δυνατότητα του Δικαστηρίου, δηλαδή την κατανομή της άσκησης της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, η κατανομή μπορεί να είναι είτε λειτουργική είτε χρονική.

Η λειτουργική κατανομή αφορά ορισμένες μόνο από τις εξουσίες της γονικής μέριμνας (όπως λ.χ. την επιμέλεια του προσώπου του παιδιού), προϋποθέτει διάσπαση του περιεχομένου της γονικής μέριμνας και σημαίνει την ανάθεση ορισμένων (γενικότερων ή ειδικότερων) μερών αυτού του περιεχομένου στον έναν γονέα και άλλων μερών στον άλλον. Συνεπώς, το Δικαστήριο μπορεί να επιμερίσει τις εξουσίες της γονικής μέριμνας στους δύο γονείς, αναθέτοντας στον έναν από αυτούς είτε την επιμέλεια του προσώπου, είτε τη διοίκηση της περιουσίας, είτε την εκπροσώπηση του παιδιού σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του.

Για τις υπόλοιπες εξουσίες της γονικής μέριμνας, οι οποίες δεν θα ανατεθούν αποκλειστικά στον έναν γονέα, θα εξακολουθήσει να ισχύει η από κοινού άσκησή τους. Περίπτωση κατανομής επί μέρους πτυχών της επιμέλειας του παιδιού μπορεί να είναι και ο καθορισμός από τον έναν γονέα του τόπου διαμονής του παιδιού.

2.β Χρονική κατανομή

Η χρονική κατανομή, προϋποθέτει διατήρηση συμπαγούς του περιεχομένου της γονικής μέριμνας, η άσκηση της οποίας ανατίθεται εναλλάξ πρώτα στον έναν γονέα και έπειτα στον άλλον (εναλλασσόμενη κατοικία), έτσι ώστε ο κάθε γονέας να ασκεί τη γονική μέριμνα στο σύνολό της κατά τα χρονικά διαστήματα που επανέρχονται περιοδικά. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η χρονική κατανομή της άσκησης της γονικής μέριμνας ταυτίζεται με την εναλλασσόμενη κατοικία.

Μερίδα της θεωρίας υιοθετεί διαφορετική άποψη, σύμφωνα με την οποία η χρονική κατανομή της άσκησης της επιμέλειας συνεπάγεται πράγματι ότι το παιδί έχει εναλλασσόμενη κατοικία στον τόπο κατοικίας του γονέα, ο οποίος στο πλαίσιο της χρονικής κατανομής ασκεί κάθε φορά μόνος του τις πράξεις επιμέλειας του παιδιού, ενώ αντιθέτως η εναλλασσόμενη κατοικία του παιδιού μπορεί να διαταχθεί από το Δικαστήριο αυτοτελώς, χωρίς την κατανομή της άσκησης της επιμέλειας, οπότε οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού την επιμέλεια του παιδιού. Σύμφωνα δηλαδή με την άποψη αυτή, το γεγονός ότι το παιδί για ορισμένο διάστημα διαμένει με καθέναν από τους γονείς, δεν συνεπάγεται ότι ο γονέας αυτός για όσο χρόνο διαμένει μαζί του το παιδί, ασκεί μόνος του την επιμέλεια, αντίθετα, η επιμέλεια και στις περιπτώσεις αυτές (εναλλασσόμενης κατοικίας) ασκείται από κοινού από τους γονείς.

Σε κάθε περίπτωση, η εναλλασσόμενη κατοικία του παιδιού πρέπει να αποφασίζεται με κριτήριο το συμφέρον του παιδιού, το οποίο βεβαίως δεν προάγεται με μόνη τη διαπίστωση ότι είναι γενικώς προς το συμφέρον του να μεγαλώνει και με τους δύο γονείς, αλλά πρέπει να διαπιστώνεται στη συγκεκριμένη εκάστοτε περίπτωση ότι το παιδί περνά ευχάριστα σημαντικό χρόνο και με τους δύο γονείς του, ανεξάρτητα από τις μεταξύ τους διαφωνίες. Αντιστρόφως, η εναλλασσόμενη κατοικία δεν προάγει το συμφέρον τού παιδιού στις περιπτώσεις που το ίδιο το παιδί δεν την επιθυμεί.

2.γ Εξειδίκευση του τρόπου άσκησης της γονικής μέριμνας

Η δεύτερη δυνατότητα του Δικαστηρίου, δηλαδή η εξειδίκευση του τρόπου άσκησης της γονικής μέριμνας στα κατ’ ιδίαν θέματα, είναι μια ελάσσων δυνατότητα για την περίπτωση που το Δικαστήριο θα θεωρήσει ότι δεν χρειάζεται ρύθμιση ως προς το πρόσωπο που ασκεί τη γονική μέριμνα, αλλά αρκεί μια ρύθμιση των συγκεκριμένων και ειδικά προσδιορισμένων θεμάτων της άσκησης της γονικής μέριμνας που δημιουργούν τις τριβές.

2.δ Ανάθεση της γονικής μέριμνας στον έναν μόνο γονέα

Η τρίτη δυνατότητα του Δικαστηρίου είναι η ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας στον έναν μόνο γονέα. Για την περίπτωση αυτή ορθά ανέκαθεν υποστηρίζεται, ότι η αφαίρεση της άσκησης από τον άλλον γονέα δε σημαίνει απαξίωση ή αποδοκιμασία του άλλου, αλλά πρόκειται απλώς για προτίμηση του γονέα, στον οποίο γίνεται η ανάθεση, για λόγους που αφορούν το συμφέρον του παιδιού, δηλαδή ενόψει των κριτηρίων που φαίνονται στη συγκεκριμένη περίπτωση βαρύνοντα για να αποφασιστεί αν θα επιλεγεί ο ένας γονέας ή ο άλλος.

Καθένας από τους γονείς μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο για τη ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας, αν δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκησή της εξαιτίας διαφωνίας των γονέων.

Μεταξύ των περιπτώσεων διαφωνίας τονίζονται οι περιπτώσεις αδιαφορίας προς το παιδί, οπότε για την προστασία του παιδιού υπάρχει ανάγκη αφαίρεσης της άσκησης από τον αδιάφορο γονέα που κωλύει την άσκησή της από τον άλλον γονέα.

Για τη λήψη της απόφασής του, το Δικαστήριο συνεκτιμά τους μέχρι τότε δεσμούς του παιδιού με τους γονείς και τα αδέλφια του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του παιδιού ως προς την άσκηση της γονικής μέριμνας. Εξάλλου, στις σχετικές δίκες είναι που κατεξοχήν εφαρμόζεται η προστασία του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού και χρησιμοποιούνται και όλα τα κριτήρια για την εξειδίκευση του συγκεκριμένου συμφέροντος, με προεξάρχον το κριτήριο της γνώμης του ίδιου του ανήλικου.

Βαρύνουσα σημασία για την κρίση του Δικαστηρίου πρέπει να έχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση το έμψυχο και υλικό περιβάλλον του παιδιού, που διαμορφώνεται μεταξύ άλλων, με βάση τις ικανότητες των συγκεκριμένων γονέων, το περιβάλλον που εξασφαλίζουν στο παιδί -όχι μόνο με τη μορφή υλικών παροχών αλλά κυρίως συναισθηματικής προσφοράς, αφοσίωσης και στοργής- τις δυνατότητες πνευματικής και ψυχοσωματικής ανάπτυξης που μπορούν να προσφέρουν στο παιδί, την ικανότητά τους να αφουγκράζονται και να κατανοούν τις ανάγκες του παιδιού και να τις αντιμετωπίζουν ορθολογικά και αποτελεσματικά, τις σταθερές συνθήκες διαβίωσης και ανάπτυξης που προσφέρουν στο παιδί. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητάς του.

Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς το συγκεκριμένο γονέα αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης, προς όφελος του ανηλίκου και επομένως, ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλεια του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα, ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει τη στοιχειώδη ικανότητα διακρίσεως.

Η ανάθεση της επιμέλειας του παιδιού στον έναν γονέα συνιστά στην κυριολεξία λειτουργική κατανομή της άσκησης της γονικής μέριμνας (αφού διαχωρίζεται η μία από τις τρεις λειτουργίες της), όμως κατ’ ουσία πρόκειται για ανάθεση στον έναν γονέα της σπουδαιότερης από τις εξουσίες της γονικής μέριμνας και για τον λόγο αυτό, αξιολογικά διαφοροποιείται ουσιωδώς από τις λοιπές περιπτώσεις κατανομής της άσκησης της γονικής μέριμνας που εμφανίζουν το κοινό γνώρισμα της συμμετοχής και των δύο γονέων στην ανατροφή και τη φροντίδα του παιδιού.

Η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του παιδιού αποτελεί τη σημαντικότερη λειτουργία της γονικής μέριμνας, διότι αφορά στην ανατροφή και στην προστασία του, στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και στην προαγωγή του συμφέροντός του και συνέχεται με την ηθική σχέση που συνδέει τους γονείς με το παιδί τους. Η επιμέλεια του παιδιού περιλαμβάνει, ιδίως, την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του. Η απαρίθμηση είναι ενδεικτική.

Με άλλα λόγια, στην έννοια της επιμέλειας περιλαμβάνεται κάθε φροντίδα ή μέτρο σχετικό με την πνευματική, την ψυχική, αλλά και την σωματική ασφαλώς, ανάπτυξη του ανηλίκου. Εδώ υπάγονται επομένως και η μέριμνα για την τροφή, το ντύσιμο, την υγεία του παιδιού, καθώς και για την καταλληλότητα των συγκεκριμένων συνθηκών διαβίωσης του παιδιού. Ακολούθως, εάν ο πατέρας ή η μητέρα παραβαίνουν τα καθήκοντα που τους επιβάλλει το λειτούργημά τους για την επιμέλεια του προσώπου τού τέκνου ή τη διοίκηση της περιουσίας του ή αν ασκούν το λειτούργημα αυτό καταχρηστικά ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σ’ αυτό, το Δικαστήριο μπορεί, εφόσον το ζητήσουν ο άλλος γονέας, οι πλησιέστεροι συγγενείς του τέκνου, ο εισαγγελέας ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο. Το Δικαστήριο μπορεί ιδίως να αφαιρέσει, ολικά ή μερικά, από τον έναν γονέα την άσκηση της επιμέλειας (ή της γονικής μέριμνας) και να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλον γονέα. Τούτο μάλιστα, διατάσσεται και σε περιπτώσεις, όπου η διαβίωση του τέκνου με τον έναν γονέα δύναται να του δημιουργεί συναισθήματα ανασφάλειας και ψυχικής αναταραχής.

Τέλος, ακόμα και στην περίπτωση της αποκλειστικής άσκησης της επιμέλειας από τον έναν γονέα, ορισμένες πράξεις, που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του ανηλίκου, θα πρέπει να αποφασίζονται πάντοτε από κοινού από τους δύο γονείς του παιδιού, δηλαδή ακόμα και όταν την επιμέλεια ασκεί ο ένας μόνο από αυτούς. Αυτά είναι τα ζητήματα που αφορούν στην ονοματοδοσία, το θρήσκευμα, την υγεία του παιδιού εκτός από τα επείγοντα και τα εντελώς τρέχοντα, καθώς και ζητήματα εκπαίδευσης, που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του παιδιού.

3. Υποχρέωση συνεργασίας των γονέων

Με τις νέες ρυθμίσεις καθιερώθηκε η υποχρέωση συνεργασίας των συζύγων (κυρίως μετά τον χωρισμό τους) η οποία πρέπει να υλοποιείται στην πράξη μέσω της εξεύρεσης κοινά αποδεκτών λύσεων που αφορούν στην από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας. Η καθιέρωση αυτής της υποχρέωσης συνεργασίας των γονέων, λειτουργεί και κατασταλτικά: η προαγωγή της συνεργασίας αφορά όχι μόνο στην από κοινού λήψη αποφάσεων που προάγουν το συμφέρον του παιδιού, αλλά και στη σύμπραξη για την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών.

Ο γονέας που συστηματικά διαφωνεί με τον άλλον γονέα ή δεν συμπράττει στην εκτέλεση αποφάσεων που αφορούν στην από κοινού άσκηση της επιμέλειας, παραβιάζει την εκ του νόμου υποχρέωσή του. Η παραβίαση της υποχρέωσής του αυτής μπορεί να εκδηλωθεί και αποθετικά, όταν ο γονέας αδιαφορεί για την άσκηση της επιμέλειας από κοινού με τον άλλον γονέα.

Η παραβίαση των προαναφερόμενων υποχρεώσεων συνεργασίας του γονέα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο στο πλαίσιο αποφάσεών του για παρέκκλιση από την από κοινού άσκηση της επιμέλειας, η οποία προβλέπει μεταξύ άλλων ότι παρέκκλιση από την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας μπορεί να αποφασιστεί, αν η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας κωλύεται εξαιτίας διαφωνίας των γονέων και ιδίως αν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει σε αυτήν.

Δημιουργός φωτογραφίας άρθρου.