Πολλές φορές, για κάποιους ιδιαίτερους λόγους ο κληρονομούμενος δεν επιθυμεί να κληρονομηθεί από τους πλησιέστερους συγγενείς του. Είτε δεν τους περιλαμβάνει στους τετιμημένους με την διαθήκη του και έχουν δικαίωμα στη νόμιμη μοίρα τους, είτε τους αποκλείει με αυτήν ακόμη και από την νόμιμη μοίρα τους.
Αυτό συμβαίνει εάν ο κληρονομούμενος τους απέκλεισε γιατί:
- Επιβουλεύτηκαν τη ζωή του
- Προκάλεσαν με πρόθεση σωματικές βλάβες στον διαθέτη ή τον σύζυγό του ικανές να βλάψουν τη ζωή του
- Αθέτησαν υποχρέωση που είχαν από το Νόμο για διατροφή του
- Ζουν βίο ανήθικο παρά τη θέληση του διαθέτη
Από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1839, 1840 και 1843 ΑΚ με σαφήνεια προκύπτει ότι ο διαθέτης, με διάταξη τελευταίας βούλησης, μπορεί να στερήσει τον κατιόντα του από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας, για κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 1840 ΑΚ λόγους, που αναφέρονται στη διαθήκη και υπάρχουν κατά τη σύνταξη αυτής.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του παραπάνω άρθρου 1840 αριθ. 3 ΑΚ, ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει τον κατιόντα του και αν αυτός “έγινε ένοχος κακουργήματος ή σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση, κατά του διαθέτη ή του συζύγου του”.
Κατά την έννοια της διάταξης αυτής δεν απαιτείται να έχει καταδικασθεί ο κατιών (όπως είναι και το θετό τέκνο του διαθέτη) από ποινικό δικαστήριο, πλην όμως το πολιτικό δικαστήριο, που ερευνά το λόγο της αποκλήρωσης, εξετάζει παρεμπιπτόντως αν συντρέχουν τα στοιχεία κακουργήματος ή πλημμελήματος με την έννοια που λαμβάνονται στο ποινικό δίκαιο.
Το δικαστήριο κρίνει εάν το πλημμέλημα είναι “σοβαρό”, με βάση την εκάστοτε κρατούσα ηθική και κοινωνική αντίληψη, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης.
Έτσι, “σοβαρό” πλημμέλημα από πρόθεση ικανό να θεμελιώσει τον πιο πάνω λόγο αποκλήρωσης είναι, μεταξύ άλλων, η σκαιά ύβρις, η χειροδικία, η απειλή χειροδικίας κ.α. κατά του διαθέτη ή του συζύγου του (ΑΠ 1406/2012).
Εξάλλου, για να είναι έγκυρη η αποκλήρωση με την στενή έννοια, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής 6 προϋποθέσεις:
α) να γίνει με διάταξη τελευταίας βούλησης (διαθήκη)
β) να υπάρχει βούληση του διαθέτη να στερήσει τον κατιόντα του από τη νόμιμη μοίρα του, η οποία μπορεί να έχει διατυπωθεί ρητά (με τον όρο “αποκληρώνω” ή άλλη παρεμφερή έκφραση, όπως π. χ. “στερώ από τη νόμιμη μοίρα”) ενδέχεται, όμως, και να προκύπτει ερμηνευτικά από το περιεχόμενο της διαθήκης
γ) να συντρέχει λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 1840 ΑΚ, των οποίων αποκλείεται η διεύρυνση ή η αναλογική εφαρμογή και σε άλλες περιπτώσεις αποδοκιμαστέας συμπεριφοράς του κατιόντος προς το διαθέτη και την οικογένεια του
δ) να αναφέρεται ο λόγος αποκλήρωσης στη διαθήκη, έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου,ως προς το ποιον από τους προβλεπόμενους λόγους αποκλήρωσης εννοεί ο διαθέτης
ε) να υφίσταται ο λόγος αποκλήρωσης κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι το θάνατο του διαθέτη και
στ) να μην έχει δοθεί συγγνώμη εκ μέρους του τελευταίου.
Αν δεν συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις, όπως συμβαίνει, όταν η αποκλήρωση έγινε χωρίς νόμιμο λόγο ή όταν ο λόγος της αποκλήρωσης που αναφέρεται στη διαθήκη δεν είναι αληθινός ή έγινε για λόγο, για τον οποίο έχει δοθεί συγγνώμη, η αποκλήρωση είναι άκυρη και ισχύει ως αποκλεισμός του μεριδούχου από την εξ αδιαθέτου διαδοχή.
Κατά συνέπεια, ο αποκληρωθείς λαμβάνει τη νόμιμη μοίρα του, που είναι το ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας του, αλλά όχι πλέον αυτής, διότι κατά το επιπλέον διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις της διαθήκης, εφόσον δεν γίνεται επίκληση και δεν αποδεικνύεται νόμιμος λόγος ακυρότητας ή ακυρώσιμου της διαθήκης (ΑΠ 1349/2005).
Σε περίπτωση δε αποκλήρωσης, ο αποκληρωθείς μπορεί να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση της αβασιμότητας- αναλήθειας και ανυπαρξίας των αναφερομένων στη διαθήκη λόγων αποκλήρωσης και, επομένως, ακυρότητας της διάταξης περί αποκλήρωσης, με σκοπό την αναγνώριση περαιτέρω του κληρονομικού του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας (ΑΠ 766/2004).
Εφόσον αναγνωρισθεί τελεσιδίκως η ακυρότητα αυτή ο μεριδούχος λαμβάνει αυτοδικαίως το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του επί της κληρονομιάς του διαθέτη ή το ελλείπον και όχι την εξ αδιαθέτου μερίδα του, αφού σκοπός του διαθέτη με την αποκλήρωση είναι να στερήσει στο νόμιμο μεριδούχο το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του ( ΟλΑΠ 935/75, ΑΠ 129/91).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της.
Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου.
Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος, που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις.
Ως ζητήματα τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι, όμως, και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (ολ ΑΠ 24/1992).