Οι διαφωνίες των συζύγων είναι συχνό φαινόμενο να οδηγούνται στα Δικαστήρια, ακόμη και μετά τη λύση του γάμου, για θέματα οικονομικής φύσεως, για τον χωρισμό των περιουσιακών τους στοιχείων.
Είναι δικαίωμα του κάθε συζύγου να παραλάβει από τη συζυγική στέγη κάθε κινητό που του ανήκει ή τεκμαίρεται ότι του ανήκει, ακόμη και αν το χρησιμοποιούσαν μαζί ή το χρησιμοποιούσε αυτός που δεν του ανήκε.
Η άρνηση απόδοσης του κινητού στον κύριό του δημιουργεί δικαίωμα σε αυτόν να εγείρει ενοχικές, εμπράγματες και αγωγές περί νομής.
Με το διαζύγιο λήγει και η κοινοκτημοσύνη, καθώς κάθε σύζυγος δικαιούται ό,τι του αναλογεί κατά τις διατάξεις περί λύσεως της κοινωνίας και διανομής των κοινών πραγμάτων.
Υπάρχουν όμως συχνά περιπτώσεις περιουσιακών στοιχείων, τα οποία αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου από τον ένα ή και τους δύο συζύγους. Τι γίνεται τότε:
Σύμφωνα με την διάταξη 1400 Α.Κ, εάν η περιουσία ενός συζύγου έχει αυξηθεί κατά τη διάρκεια του γάμου, ο άλλος σύζυγος, εφ’ όσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτής, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης που προέρχεται από δική του συμβολή. Η συμβολή αυτή τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός εάν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή.
Η συμβολή στην αύξηση της περιουσίας δεν είναι απαραίτητο να αφορά μόνο κεφάλαιο με οποιονδήποτε τρόπο, αφού λαμβάνονται υπόψη και οι παρασχεθείσες κατά την διάρκεια του γάμου υπηρεσίες ειδικά εάν αυτές αφορούν την επιμέλεια και την ανατροφή των τέκνων.
Και τούτο διότι με την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, δόθηκε η δυνατότητα στον υπόχρεο σύζυγο ώστε απερίσπαστος, εξοικονομώντας δυνάμεις και δαπάνες, να αυξήσει την περιουσία του.
Για την άσκηση της σχετικής αγωγής συμμετοχής στα αποκτήματα, είναι απαραίτητη προϋπόθεση η συμπλήρωση τριετούς διάστασης. Η αξίωση αυτή παραγράφεται δύο χρόνια μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου και δεν παραγράφεται μετά την τριετή διάσταση, εάν υφίσταται και διαρκεί ο γάμος.