Νέες διατάξεις για την διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και την εκτέλεση δημοσίων εγγράφων σε ότι αφορά την κληρονομική διαδοχή, τέθηκαν σε ισχύ από την 17 Αυγούστου 2015 με τον 650/2012 Κανονισμό της Ε.Ε. εάν ο θάνατος του κληρονομούμενου επισυνέβη μετά από αυτό το χρονικό σημείο.
Αρκετές από τις ρυθμίσεις επηρεάζουν και κατοίκους κρατών που δεν ανήκουν στην Ε.Ε. όπως οι ομογενείς μας σε Η.Π.Α., Καναδά και Αυστραλία είτε έχουν μόνο την Ελληνική ιθαγένεια είτε και κάποια άλλη.
Το σημαντικότερο του νέου κανονισμού είναι το προβλεπόμενο σε αυτόν ότι εφαρμοστέο δίκαιο στις κληρονομικές διαδοχές, είναι το δίκαιο στο οποίο ο θανών είχε την “συνήθη διαμονή” του.
Για τον προσδιορισμό της συνήθους διαμονής του, το Δικαστήριο θα συνεκτιμήσει συνολικά τις περιστάσεις της ζωής του κληρονομούμενου κατά τα έτη που προηγήθηκαν του θανάτου του, εξετάζοντας τις συνθήκες και τους λόγους παραμονής του στο κράτος αυτό.
Δεν αρκεί μόνο ο τόπος στον οποίο απεβίωσε ο κληρονομούμενος για να προσδιορισθεί αυτός ως η τελευταία συνήθης διαμονή του, αλλά θα πρέπει με τον τόπο αυτό να υπήρχε σταθερός δεσμός του. Ακόμη και αν ο κληρονομούμενος εργαζόταν κατά τα τελευταία έτη της ζωής του στη Γερμανία για παράδειγμα και ήταν Ιταλός υπήκοος, εάν είχε στενότερη σχέση με την Ιταλία, επισκεπτόταν αυτήν τακτικά και είχε εκεί την οικογένειά του, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτός διατηρούσε τον τόπο της συνήθους διαμονής του στο κράτος της καταγωγής του. Η ιθαγένεια και ο τόπος των περιουσιακών στοιχείων του κληρονομούμενου θα αποτελέσουν σημαντικούς παράγοντες στην εξεύρεση της τελευταίας συνήθους διαμονής του.
Σημαντική διαφοροποίηση με τα ισχύοντα μέχρι την 17 Αυγούστου 2015 που έφερε ο νέος κανονισμός, είναι τα οριζόμενα στο άρθρο 22 παρ.1 αυτού στο οποίο σημειώνεται ότι, ένα πρόσωπο μπορεί να ορίζει ως δίκαιο που θα διέπει το σύνολο της κληρονομικής του διαδοχής, το δίκαιο του κράτους του οποίου έχει την ιθαγένεια. Έτσι, κληρονομούμενος με διπλή ιθαγένεια ο οποίος έζησε όλη του τη ζωή στη Γαλλία, είχε την ιθαγένεια της χώρας αυτής αλλά ταυτόχρονα και την Γερμανική, μπορεί να επιλέξει ως εφαρμοστέο δίκαιο το γερμανικό.
Με το τρόπο αυτό ο κληρονομούμενος έχει την ευχέρεια να επιλέξει το δίκαιο, οι διατάξεις του οποίου του επιτρέπουν να διαθέσει την περιουσία του όπως αυτός επιθυμεί. Το γεγονός αυτό θα επηρεάσει σημαντικά την κατανομή των κληρονομιαίων του αποβιώσαντα αφού η κληρονομική διαδοχή δεν διέπεται πάντοτε από τους ίδιους κανόνες από κράτος σε κράτος. Το ποιο δίκαιο τελικά θα εφαρμοσθεί, είναι επιλογή του διαθέτη και θα γίνει από αυτόν στην διάταξη τελευταίας του βούλησης ή θα συναχθεί από την ίδια τη διαθήκη αν ο αποβιώσας αναφέρεται σε άρθρα και θεσμούς για παράδειγμα του Ελληνικού Αστικού Κώδικα.
Η διάταξη του άρθρου 5 παρέχει την εξουσία στα ενδιαφερόμενα μέρη (που συνήθως είναι οι κληρονόμοι), όταν ο κληρονομούμενος είχε επιλέξει κατά το άρθρο 22 του Κανονισμού ως εφαρμοστέο δίκαιο (professio juris) το ουσιαστικό δίκαιο κράτους μέλους, να παρεκτείνουν την αποκλειστική δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους αυτού για να επιλύουν το σύνολο των ζητημάτων που μπορούν να ανακύψουν από την κληρονομία. Και το άρθρο αυτό συγκαταλέγεται ανάμεσα στις διατάξεις που εμπεδώνουν την εναρμόνιση του ius με το forum. Δεδομένου ότι το δίκαιο το οποίο μπορεί να γίνει αντικείμενο επιλογής από τον κληρονομούμενο είναι μόνο το δίκαιο της ιθαγενείας του κατά το άρθρο 22, αντικείμενο της παρέκτασης μπορεί να είναι μόνο τα δικαστήρια του κράτους αυτού, εφόσον όμως είναι δικαστήρια κράτους μέλους. Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι , ενώ ο κληρονομούμενος έχει δικαίωμα να επιλέξει το εφαρμοστέο δίκαιο στην κληρονομική του διαδοχή, δεν του παρέχεται δικαίωμα να καθορίζει με τη βούλησή του τα δικαστήρια κράτους που θα έχουν και τη διεθνή δικαιοδοσία να επιλύουν τις σχετικές διαφορές ή να τη ρυθμίζουν. Αυτή η δυνατότητα παρέχεται μόνο στα ενδιαφερόμενα μέρη με έγγραφη συμφωνία, που καταρτίζεται είτε πριν είτε και μετά το θάνατο του κληρονομουμένου. Η ορισθείσα εκ μέρους του διαθέτη lex patriae οδηγεί στην εφαρμογή του συγκεκριμένου δικαίου στο σύνολό του και εννοούνται οι ουσιαστικοί κανόνες του κληρονομικού δικαίου, δεδομένου ότι ο Κανονισμός αποκλείει, ειδικά στην περίπτωση επιλογής δικαίου, το φαινόμενο της αναπαραπομπής και περαιτέρω παραπομπής (άρθρ. 34 § 2).
Πολλά ηπειρωτικά δίκαια, μεταξύ των οποίων το ελληνικό, το κυπριακό, το γαλλικό, το βελγικό και το ισπανικό, απαγορεύουν γενικά τη σύναψη συμβάσεων που αφορούν την κληρονομική διαδοχή, υιοθετώντας την εχθρική θέση του ρωμαϊκού δικαίου απέναντι στο θεσμό. Έτσι, είναι άκυρη κατά το ελληνικό δίκαιο συμφωνία μεταξύ ενός πατέρα και των δύο θυγατέρων του που προβλέπει ότι ως αντάλλαγμα για τη δωρεά σε μια από αυτές κάποιων στοιχείων της μελλοντικής κληρονομίας, αυτή θα αποποιηθεί οποιαδήποτε δικαιώματα έχει στην κληρονομία του πατέρα της προς όφελος της άλλης θυγατέρας.
Στο ελληνικό δίκαιο οι κληρονομικές συμβάσεις διαιρούνται σε “εν ευρεία εννοία”, κατηγορία στην οποία ανήκουν εκείνες οι συμβάσεις που αφορούν γενικά στη μελλοντική κληρονομιά του διαθέτη και σε “εν στενή εννοία”, δηλαδή στις συμβάσεις που λόγω ιδιαίτερης διαμόρφωσης του περιεχομένου τους αποσκοπούν στη μεταβολή του προβλεπομένου από το νόμο τρόπου επαγωγής της κληρονομίας. Και ενώ οι “εν στενή εννοία” κληρονομικές συμβάσεις είναι πάντα άκυρες κατά τη διάταξη του άρθρου 368 ΑΚ, οι εν “ευρεία εννοία” επιτρέπονται όταν έχουν ως αντικείμενο ειδικά ορισμένα στοιχεία της κληρονομίας και όχι ολόκληρη ή ένα ποσοστό αυτής, εκτός εάν το επίμαχο στοιχείο αποτελεί το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο της κληρονομίας. Περαιτέρω εξαιρέσεις από την απαγόρευση μπορούν να θεωρηθούν ορισμένες κληρονομικές συμβάσεις που προβλέπονται ρητά στο νόμο ως ιδιαίτεροι θεσμοί του κληρονομικού δικαίου, όπως η δωρεά αιτία θανάτου (ΑΚ 2032 επ.), η νέμηση ανιόντος (ΑΚ 1891 επ.), η σύμβαση εκποίησης της κληρονομίας (1942 επ.). Αναδεικνύεται ούτω η μεγάλη πρακτική σημασία του κανόνα σύγκρουσης του άρθ. 25 του Κανονισμού, που εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα και την περαιτέρω εξάπλωση του θεσμού της κληρονομικής σύμβασης εντός της ΕΕ.
Τα σημαντικότερα ζητήματα που εμπίπτουν στο ουσιαστικό κύρος των διατάξεων τελευταίας βουλήσεως αναφέρονται στο άρθ. 26 του Κανονισμού. Κατά την ορθότερη γνώμη, η αναφορά του άρθρ. 26 είναι ενδεικτική. Επομένως, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι στο δίκαιο που καθορίζεται από το άρθρ. 25, υπάγονται όλα ανεξαιρέτως τα ζητήματα που άπτονται του ουσιαστικού κύρους των διατάξεων τελευταίας βουλήσεως.
Κατά την κρατούσα άποψη στο ελληνικό ιδ.δ.δ., διάταξη αλλοδαπού δικαίου που θεωρεί έγκυρη κληρονομική σύμβαση θεωρείται αντίθετη στην ελληνική διεθνή δημόσια τάξη της ΑΚ 33 λόγω της σχέσης που υπάρχει μεταξύ της ΑΚ 368 και της ελευθερίας του διατιθέναι. Αν και το ζήτημα αυτό δεν έχει απασχολήσει τη νομολογία μας, σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα κρατούντα στην ελληνική έννομη τάξη, εάν τα επιληφθέντα ελληνικά δικαστήρια καλούνταν (θεμελιώνοντας διεθνή δικαιοδοσία στην τελευταία κατοικία του κληρονομουμένου) να κρίνουν υπόθεση σχετική με κληρονομική σύμβαση εγκύρως καταρτισθείσα, σύμφωνα με το εφαρμοστέο αλλοδαπό δίκαιο που υποδεικνύει η ΑΚ 28, από αλλοδαπούς στην αλλοδαπή, θα θεωρούσαν κατά πάσα πιθανότητα, ότι η εφαρμογή των σχετικών αλλοδαπών κανόνων δικαίου προσκρούει στην επιφύλαξη της δημόσιας τάξης, η οποία επιτρέπει εν προκειμένω την εξαίρεση εφαρμογής του αλλοδαπού δικαίου λόγω αντίθεσης στην ΑΚ 368 και έτσι στην περίπτωση αυτή θα ελάμβανε χώρα εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή σύμφωνα με τη lex hereditatis ή η ισχυροποίηση προγενέστερης διαθήκης.